ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Αντρέ Μπρετόν, Νάντια
μτφρ Στ. Ν.Κουμανούδη, Ύψιλον 1981

φωτο από /www.facebook.com/LaRevolutionSurrealiste και pinterest



1. ...ενώ θα απασχολούσα άλλωστε τον εαυτό μου με οτιδήποτε άλλο ήθελα, να κυνηγάω νυχτοπούλια (Ήταν δυνατό να γίνει αλλιώτικα από τότε που ήθελα να γράψω τη Νάντια;) 20



2. Πάντοτε στην πλατεία του Pantheon, κάποιο βράδυ, αργά. Μπαίνει μια γυναίκα που σήμερα μου διαφεύγει η πιθανή της ηλικία και τα χαρακτηριστικά της. 27



3. Λατρεύω αυτήν την κατάσταση που είναι, ανάμεσα σ' όλες, αυτή όπου είναι πιθανό να μου είχε λείψει το περισσότερο η ετοιμότητα. 36
 


4. Αυτό το πρόσωπο, ξανθή καμιά σαρανταριά ετών, με επιβλητικήν εμφάνιση, είναι μόνη και δείχνει φανερά ένα μεγάλο εκνευρισμό. 40
 


4α. Μπροστά στην αιωνιότητα. Μια αξιολάτρευτη γυναίκα μπαίνει χωρίς να χτυπήσει. Είναι αυτή. Σπρώχνει ελαφρά τα χέρια που τη σφίγγουν. 41
 


4β. Μελαχρινή, καστανή, δεν ξέρω. Νέα. Δύο υπέροχα μάτια όπου υπάρχει λαγνεία, απελπισία, φινέτσα, σκληρότητα. Λεπτή, ντυμένη πολύ λιτά, μ' ένα σκούρο φόρεμα, μεταξωτές μαύρες κάλτσες. 41
 


5. Μιλάει, με μιαν αδιαφορία που φαίνεται προσποιητή, γι' αυτό που υπήρξε στη ζωή της. 41
 


6. Η μαγική δύναμη που ο Rimbaud άσκησε πάνω μου γύρω στα 1915 και που, από τότε, έγινε η πεμπτουσία σε πολύ λίγα ποιήματα όπως η Devotion, είναι πιθανώς αυτήν την εποχή, το πράγμα που μ' έφερε, μια μέρα που περπατούσα μόνος μου κάτω από ραγδαία βροχή, να συναντήσω μια κοπέλα την πρώτη που μου απηύθυνε το λόγο, που, χωρίς προεισαγωγές, καθώς κάναμε μερικά βήματα, προθυμοποιήθηκε να μου απαγγείλει κάποιο ποίημα που αγαπούσε: Le Dormeur du val. 49
 


7. ... η προσοχή μας πήγε ταυτόχρονα σ' ένα αντίτυπο πολύ φρέσκο των Απάντων του Rimbaud, χαμένο σε μια πολύ λεπτή στοίβα από ρετάλια... 50
 


7α. ... θα έχει την ιδιότητα να ρίξει κάμποσους ανθρώπους στο δρόμο, αφού τους κάνει να συνειδητοποιήσουν, αν όχι το μηδέν, πάντως τη βαριά ανεπάρκεια κάθε υπολογισμού λεγομένου αυστηρού γι' αυτούς τους ίδιους... 56
 


8. Ξαφνικά, ίσως ακόμα καμιά δεκαριά βήματα μακριά μου, καθώς ερχότανε από αντίθετη κατεύθυνση, είδα νά 'ρχεται μια νέα γυναίκα, πολύ φτωχικά ντυμένη, που κι αυτή με βλέπει ή μ' είδε. Περπατάει με το κεφάλι ψηλά, αντίθετα μ' όλους τους άλλους περαστικούς. Τόσο ανάλαφρη, που μόλις αγγίζει το έδαφος βαδίζοντας. Ένα αδιόρατο χαμόγελο πλανιέται στο πρόσωπό της, ίσως. 59
 


8α. Να έχεις ζήσει τόσο πολύ με έναν άνθρωπο, να υπάρξουν όλες οι δυνατές ευκαιρίες για να τον παρατηρείς, να έχεις προσπαθήσει να ανακαλύψεις και τις πιο μικρές φυσικές του ιδιοτυπίες ή άλλες, για να τον γνωρίζεις τελικά τόσο άσχημα, που να μην έχεις παρατηρήσει ακόμα ούτε και αυτό. 61
 


9. Μου είπε το όνομά της, αυτό που διάλεξε: “Νάντια, γιατί στα ρώσικα είναι η αρχή της λέξεως ελπίδα και επειδή δεν είναι παρά η αρχή της”. 62
 


10. Δεν θα μπορέσετε ποτέ να δείτε αυτό το άστρο, όπως τό 'βλεπα. Δεν καταλαβαίνετε: είναι σαν την καρδιά ενός λουλουδιού χωρίς καρδιά. 66
 


11. Συμφωνούμε να ξαναειδωθούμε την επομένη στο μπαρ που βρίσκεται στη γωνία των οδών Lafayette και Faubourg Poissonniere. 66
 


12. Η Νάντια φτάνει πρώτη, πριν από την ώρα, δεν είναι πια η ίδια. Αρκετά κομψή, ντυμένη στα μαύρα και στα κόκκινα, ένα πολύ φίνο καπελάκι που το βγάζει αποκαλύπτοντας τ' αχυρένια της μαλλιά που εγκατέλειψαν πια την την απίστευτη ακαταστασία τους, φοράει μεταξωτές κάλτσες και τέλεια παπούτσια. 66
 


13. Μένουμε κάμποση ώρα σιωπηλοί, μετά ξαφνικά μου μιλάει στον ενικό: “Ένα παιχνίδι. Πες κάτι. Κλείσε τα μάτια και πες κάτι”. 68
 


14. Χωρίς να το σκεφτούμε, κάναμε κιόλας στροφή, μπαίνουμε στο πρώτο καφενείο που βρίσκουμε. Η Νάντια κρατάει απέναντί μου κάποιες επιφυλάξεις, δείχνει ακόμα και μια καχυποψία. 69
 


14α. Καθώς πηγαίνουμε με κοιτάζει πολλή ώρα κατάματα, σιωπηλά. 72
 


14β. Τώρα μου μιλάει για την επιρροή που έχω πάνω της, την ιδιότητα που έχω να την κάνω να σκέπτεται και να κάνει ό,τι θέλω, ίσως περισσότερο απ' ό,τι πιστεύω πως θέλω. 72
 


15. Θα ήθελε να μου δείξει “που συνέβαινε αυτό”: της προτείνω να φάμε για βράδυ μαζί. 75
 


16. Καθώς έρχεται το γλυκό, η Νάντια αρχίζει να κοιτάζει γύρω της. Είναι σίγουρη πως κάτω από τα πόδια μας περνάει ένα υπόγειο... 76
 


17. Το βλέμμα της Νάντιας κάνει τώρα το γύρο των σπιτιών. “Βλέπεις, εκεί κάτω, αυτό το παράθυρο; Είναι μαύρο, σαν όλα τ' άλλα”. Για δες το καλά. Σ' ένα λεπτό θα φωτισθεί. Θα γίνει κόκκινο”. 76
 


17α. “Δεν είναι εδώ... Μα, πες μου, γιατί πρέπει να πας φυλακή; Τι θά 'χεις κάνει; Κι εγώ ήμουνα φυλακή. Ποια ήμουν; Πέρασαν αιώνες. Και, συ. Τότε ποιος ήσουν;” 77
 


18. Η Νάντια δεν παύει να είναι αφηρημένη. Για να την φέρω κοντά μου, της λέω ένα ποίημα του Baudelaire, αλλά τα τσακίσματα της φωνής μου της δημιουργούν ένα καινούριο φόβο, που επιδεινώνεται με την ανάμνηση του φιλιού που δώσαμε πριν από λίγο: “ένα φιλί που υπάρχει μέσα του μια απειλή”. 78
 


18α. Μπροστά μας αναπηδά ένα συντριβάνι νερό που φαίνεται πως παρακολουθεί την καμπύλη του. “Είναι οι σκέψεις σου και οι δικές μου. Δες από που ξεκινάνε όλες...” 78
 


18β. “... ξαναπέφτουν. Και κατόπιν αμέσως σβήνουν, ξαναπαίρνουν μπρος με την ίδια δύναμη, και πάλι αυτή η εκτίναξη που διακόπτεται, αυτή η πτώση... και έτσι επ' αόριστον”. 80
 


19. Βγαίνοντας από τον κήπο, τα βήματά μας μάς οδηγούν στην οδό Saint Honoré, σ' ένα μπαρ που δεν έχει σβήσει τα φώτα του. 82
 


20. Ό,τι και αν μου ζητήσει, να της το αρνηθώ θα ήταν φρικτό τόσο αγνή που είναι, τόσο ελευθερωμένη από κάθε επίγειο δεσμό, τόσο λίγο, αλλά πάντως υπέροχο, δεσμό έχει με τη ζωή. 82
 


20α. Τι μπορώ να κάνω, αν όχι να πάω κατά τις έξι στο μπαρ που συναντηθήκαμε άλλοτε; Καμιά πιθανότητα να την συναντήσω εκεί, φυσικά, εκτός εάν... Μα, “εκτός εάν”, εδώ δε βρίσκεται ασφαλώς η μεγάλη πιθανότητα για μια παρέμβαση της Νάντιας, για κάτι πολύ πέρα από τη σύμπτωση; 83
 


20β. Γεύομαι ακόμα άλλη μια φορά αυτό το αξιολάτρευτο μείγμα ελαφρότητας και θέρμης. Με σεβασμό φιλώ τα πολύ όμορφα δόντια κι εκείνη τότε, σιγά σιγά, σοβαρά, τη δεύτερη φορά σε κάποιες νότες πιο ψηλά από τις πρώτες λέει: “Η Αγία Μετάληψη γίνεται σιωπηλά... Η Αγία Μετάληψη γίνεται σιωπηλά”.
 


21. Αυτό το φιλί, μου λέει, της δίνει την εντύπωση για κάτι άγιο, και τα δόντια της “έχουν πάρει τη θέση της όστιας”. 85
 


22. Η Νάντια τηλεφώνησε την ώρα πού 'λειπα. Σ' αυτόν που σήκωσε τ' ακουστικό και τη ρώτησε εκ μέρους μου πως θα τη βρω, απάντησε: “Δεν με βρίσκουν”. 87
 


23. Δειπνούσαμε στην αποβάθρα Malaquais, στο εστιατόριο Delaborde. Το γκαρσόνι το χαρακτήριζε μια έξοχη αδεξιότητα, θά 'λεγε κανείς πως τον γοήτευσε η Νάντια. 88
 


24. Η Νάντια δεν έχει καθόλου εκπλαγεί. Ξέρει τη δύναμή της πάνω σε μερικούς άνδρες... 90
 


24α. Είναι πάλι πολύ αφηρημένη και μου λέει πως παρακολουθεί στον ουρανό μιαν αστραπή που χαράζει αργά αργά ένα χέρι. 91
 


24β. “Ανδρέα;... Ανδρέα;... Θα γράψεις ένα μυθιστόρημα για μένα. Είμαι σίγουρη. Μη μου το αρνηθείς. Πρόσεξε: όλα ξεφτίζουν, όλα εξαφανίζονται. Από μας πρέπει κάτι να μείνει...” 91
 


24γ. Επιστρατεύει μια καινούρια εικόνα για να με κάνει να καταλάβω πως ζει: είναι όπως το πρωί όταν κάνει μπάνιο και το σώμα της απομακρύνεται ενώ προσηλώνει το βλέμμα της στην επιφάνεια του νερού. 92
 


25. Η Νάντια, που έχει ρίξει στον ώμο της ένα μανίκι της κάπας της, με μια εκπληκτική ικανότητα, κάνει τον Διάβολο όπως τον βλέπουμε στις γκραβούρες της ρομαντικής περιόδου. Έχει σκοτεινιάσει πολύ και κάνει πολύ κρύο. Καθώς τη ζυγώνω, τρομάζω διαπιστώνοντας πως τρέμει, μα κυριολεκτικά, “σαν ένα φυλλαράκι”. 93
 


25α. Ο Max Ernst, που του μίλησα γι' αυτήν, θα δεχότανε να κάνει την προσωπογραφία της Νάντιας; 96
 


26. Όπως με κάνει να το διαπιστώσω, είναι αλήθεια πως όλοι, ακόμα και οι πιο βιαστικοί, γυρνάνε και μας βλέπουν, δεν βλέπουν εκείνη, εμάς βλέπουν. 98
 


26α. “Βλέπεις, δεν μπορούν να το πιστέψουν, δεν μπορούν να συνέλθουν που μας βλέπουν μαζί. Είναι τόσο σπάνιο αυτή η φλόγα μες στα μάτια που έχεις, που έχω” 98
 


27. Ποιοι ήμασταν μπροστά στην πραγματικότητα, αυτήν την πραγματικότητα που τώρα ξέρει πως έχει ξαπλώσει στα πόδια της Νάντιας, σαν μπαμπέσικο σκυλί; 100
 


28. Από την πρώτη ως την τελευταία μέρα, πίστεψα πως η Νάντια ήταν ένα πνεύμα ελεύθερο, κάτι σαν κάποιο αερικό που μερικές μαγγανείες επιτρέπουν στιγμιαία να το εξαρτήσω αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσα να το υποτάξω. 100
 


28α. Μ' αρέσουν πολύ αυτοί οι άνθρωποι που μόνοι τους κλείνονται τη νύχτα σ' ένα μουσείο για να μπορέσουν να θαυμάσουν μ' όλη τους την άνεση, σ' ώρα ανεπίτρεπτη, ένα γυναικείο πορτρέτο που φωτίζουν μ' ένα κλεφτοφάναρο. 101
 


28β. Μπορεί η ζωή να θέλει αποκρυπτογράφηση σαν ένα ιδεόγραμμα. 101
 


28γ. ... επιτρέπεται να δούμε την πιο μεγάλη περιπέτεια του πνεύματος σαν ένα ταξίδι του είδους αυτού στον παγιδευμένο παράδεισο. 104
 


28δ. ... θέλω να πω αυτό το πλάσμα που πάντα εμπνέεται και εμπνέει, που το μόνο που της αρέσει είναι να βρίσκεται στο δρόμο, γι' αυτήν το μόνο πεδίο αξιόλογης εμπειρίας... 104
 


28ε. Μου συνέβη να αντιδράσω με φρικτή σφοδρότητα στην πάρα πολύ λεπτομερειακή αφήγηση που μού 'κανε μερικών σκηνών της περασμένης της ζωής, που απ' αυτές έκρινα, πιθανώς πολύ επιφανειακά, πως η προσωπική της αξιοπρέπεια δεν μπόρεσε να έχει βγει τελείως άθικτη. 104
 


29. ... για μένα η σκέψη της ξεκαθάρισε ακόμα, και η έκφρασή της κέρδισε ελαφράδα, πρωτοτυπία και βάθος. 105
 


30. “Καθώς τελειώνει η ανάσα μου, που είναι η αρχή της δικής σας”
 


31. “Αν θέλατε, για σας δεν θά 'μουνα τίποτα άλλο παρά μονάχα κάποιο ίχνος”
 


32. “Είσαι ο κύριός μου. Είμαι μονάχα ένα άτομο που ανασαίνει στην άκρη των χειλιών σου και πεθαίνει. Θέλω ν' αγγίξω τη γαλήνη με δάχτυλο μουσκεμένο στα δάκρυα”
 


33. “Να μη βαραίνει τις σκέψεις με το βάρος των υποδημάτων της”. 107
 


33α. Η Νάντια έφτιαξε για μένα ένα λουλούδι υπέροχο: “Το Λουλούδι των εραστών”. Μια μέρα που τρώγαμε στην εξοχή συνέλαβε αυτό το λουλούδι και την είδα με μεγάλη αδεξιότητα να προσπαθεί να το αποδώσει. 107
 


34. Της άρεσε να φαντάζεται τον εαυτό της με τη μορφή μιας πεταλούδας που το σώμα της θα σχημάτιζε μια λάμπα... 117
 


35. Για να πούμε την αλήθεια, δεν συνεννοηθήκαμε ποτέ, τουλάχιστον στον τρόπο που αντιμετωπίζαμε τα απλά πράγματα της ζωής. 124
 


35α. Όποια επιθυμία κι αν είχα, ίσως όποια ψευδαίσθηση κι αν είχα, ίσως δεν υπήρξα στο ύψος αυτού που μου πρότεινε. Μα τι μου πρότεινε; Αδιάφορο. Μόνο ο έρωτας έτσι όπως τον εννοώ – και μάλιστα ο μυστηριώδης, ο απίθανος, ο συγκλονιστικός και αναμφισβήτητος έρωτας – τέλος πάντων έτσι που να στέκεται με κάθε δοκιμασία, θα μπορούσε εδώ να επιτρέψει να συντελεσθεί το θαύμα. 125
 


36. Είναι αλήθεια πως το υπερπέραν, ολόκληρο το υπερπέραν βρίσκεται μέσα σε τούτη τη ζωή; Δεν σας ακούω. Τις ει; Είμαι εγώ μόνος; Είμαι εγώ ο ίδιος; 135
 


37. ... είμαι πάρα πολύ σίγουρος πως απαξιώνω τη ζωή αυτήν που αγαπώ και μου προσφέρεται: τη ζωή με κομμένη την ανάσα. 136
 


38. ... έτσι ώστε η εικονογράφηση της Νάντιας υπήρξε εκούσια ανεπαρκής... 139
 


39. Χωρίς καμιά λύπη, την ώρα αυτή τη βλέπω να γίνεται κάτι άλλο ακόμα και να φεύγει. Γλιστράει, καίγεται, βυθίζεται, μέσα στο ρίγος των οδοφραγμάτων της χλόης, μέσα στο όνειρο των παραπετασμάτων των δωματίων όπου ένας άνδρας και μια γυναίκα αδιάφορα θα συνεχίσουν ν' αγαπιούνται. 142
 


40. Και εγώ υπάκουσα στην επιθυμία να σου διηγηθώ αυτήν την ιστορία, τότε που μόλις σε γνώριζα, σ' εσένα που δεν μπορείς να τη θυμηθείς πια, αλλά που σαν νά 'ξερες ,κάπως από κάποια τύχη, την αρχή αυτού του βιβλίου, ήρθες τόσο καίρια τόσο βίαια και τόσο αποτελεσματικά κοντά μου πιθανώς για να μου θυμίσεις ότι το ήθελα “ν' ανοιγοκλείνει σαν μια πόρτα” και πως απ' αυτή την πόρτα δεν θά 'βλεπα πιθανώς να μπαίνει κανένας άλλος εκτός από σένα. 145
 


41. Συ που με κάνεις τόσο πολύ να λυπάμαι που έγραψα αυτή την ανόητη και ανέκκλητη φράση για τον έρωτα, το μοναδικό έρωτα “έτσι που να μπορεί ν' αντέξει μόνο σ' όλες τις δοκιμασίες”. 146
 


42. Συ που δεν ξέρεις το κακό παρά μονάχα εξ ακοής. Συ, ασφαλώς, ιδανικά ωραία. 146
 


43. Χωρίς να το κάνεις επίτηδες, υποκατέστησες τα πιο οικεία μου σχήματα, όπως και τις περισσότερες μορφές των προαισθημάτων μου. Η Νάντια ήταν μια απ' αυτές, και είναι τέλειο που μου την έκρυψες. 147
 


44. Δεν είσαι ένα αίνιγμα για μένα. Υποστηρίζω πως με ξεστρατίζεις για πάντα από το αίνιγμα. 147
 


45. Επειδή υπάρχεις, όπως συ μόνη ξέρεις να υπάρχεις, ίσως δεν ήταν πολύ αναγκαίο να υπάρξει αυτό το βιβλίο. 147
 


46. Μου χαμογελάει όπως μερικές φορές μου χαμογέλασες, πίσω από μεγάλα χαμόκλαδα δακρύων. “Είναι ο έρωτας πάλι”, έλεγες και περισσότερο άδικα συνέβη να πεις ακόμα: “Όλα ή τίποτα”. 147
 


47. Θα ήταν σαν να θέλω να σταματήσω την κίνηση του κόσμου, προς όφελος δεν ξέρω ποιας απατηλής δυνάμεως που εφαρμόζεται πάνω του. Θα ήταν σαν να θέλω να αρνηθώ ότι “καθένας θέλει να πιστεύει πως είναι καλύτερος απ' αυτό τον κόσμο που είναι δικός του, αλλά πως αυτός [που] είναι ο καλύτερος δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να εκφράζει καλύτερα από άλλους αυτόν τον ίδιο κόσμο”. 148
 


48. Απ' αυτά προκύπτει αναγκαία μια κάποια στάση απέναντι στην ομορφιά, που ήταν πάρα πολύ φανερό πως ποτέ δεν την αντιμετωπίσαμε εδώ παρά μόνο με σκοπούς ερωτικούς. Καθόλου στατική, δηλαδή κλεισμένη μέσα στο «πέτρινό της όνειρο», χαμένη για τον άνθρωπο μέσα στη σκιά απ' αυτές τις Οδαλίσκες, στο βάθος αυτών των τραγωδιών που λένε πως κλείνουν μόνο μιαν ήμερα, σχεδόν λιγότερο δυναμική, δηλαδή υποταγμένη στον ξέφρενο καλπασμό που ύστερα απ' αυτόν δεν έχει πια παρά ν' αρχίσει έναν άλλο ξέφρενο καλπασμό, δηλαδή ξελογιασμένη πιο πολύ κι από μια νιφάδα χιονιού, δηλαδή αποφασισμένη, από φόβο μήπως την αγκαλιάσουν άσκημα, να μην αφήσει να τη φιλήσουν ποτέ: ούτε δυναμική ούτε στατική, την ομορφιά την βλέπω όπως σε είδα. Όπως είδα αυτό που, την ορισμένην ώρα και για κάποιον ορισμένο χρόνο, ελπίζω και μ' όλη μου την ψυχή πιστεύω πως θα μ' αφήσει να το ξαναπώ, σ' έφερνε σε μένα. Είναι σαν ένα τρένο που σκιρτάει ασταμάτητα ατό σταθμό της Lyon και που ξέρω πως δεν θα φύγει ποτέ, πως δεν έφυγε. Είναι καμωμένη από σκιρτήματα που πολλά απ' αυτά δεν έχουν καθόλου σημασία, αλλά ξέρομε πώς είναι προορισμένα να μας φέρουν ένα Σκίρτημα πού έχει σημασία. Που έχει όλη τη σημασία που θα ήθελα να δώσω στον εαυτό μου. Το πνεύμα σφετερίζεται λίγο ως πολύ από παντού κάποια δικαιώματα που δεν έχει. Η ομορφιά δεν είναι ούτε δυναμική ούτε στατική. Η καρδιά του ανθρώπου, ωραία σαν σεισμογράφος. Βασιλεία της σιωπής... Μία πρωινή εφημερίδα θα μου αρκεί πάντα για να μαθαίνω νέα μου:

«Χ..., 26 Δεκεμβρίου. Ο χειριστής του σταθμού ασυρμάτου τηλεγράφου στην Ile du Sable, έπιασε ένα μέρος από ένα μήνυμα που θα είχε σταλεί την Κυριακή το βράδυ την τάδε ώρα από... Το μήνυμα ειδικά έλεγε: «Κάτι δεν πάει καλά» αλλά δεν όριζε τη θέση του αεροπλάνου τη στιγμήν αυτή, και, επειδή οι καιρικές συνθήκες ήταν κακές και εδημιουργούντο παράσιτα, ο χειριστής δεν μπόρεσε να καταλάβει καμιάν άλλη φράση, ούτε να έρθει σε νέα επαφή.
Το μήνυμα διεβιβάσθη σε μήκος κύματος 625 μέτρων εξάλλου, επειδή ή ισχύς λήψεως ήταν μεγάλη, ο χειριστής πίστεψε ότι μπορούσε να εντοπίσει το αεροπλάνο σε ακτίνα 80 χιλιομέτρων γύρω από την Ile du Sable.

Η ομορφιά θα είναι ΣΠΑΣΜΩΔΙΚΗ ή δεν θα είναι.
148-149



 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 24 Ιουλίου 2016.