ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Μαρία Τοντόροβα, Βαλκάνια, Η δυτική φαντασίωση, Επίκεντρο, 2007

 

[τα Βαλκάνια ως αυτοπροσδιορισμός], [τα Βαλκάνια ως αυτοπροσδιορισμός στην Ελλάδα], [η βαλκανική ταυτότητα των νεοελλήνων], [Σχήματα πρόσληψης των Βαλκανίων και της Ελλάδας ως το 1900], [από την ανακάλυψη στην επινόηση, βαλκανοποίηση], [από την ανακάλυψη στην επινόηση, Ελλάδα και Βαλκάνια], [ανεξάρτητα βαλκανικά κράτη], [μειονότητες στα βαλκανικά εθνικά κράτη]

 

 τα Βαλκάνια ως αυτοπροσδιορισμός 

Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι έννοιες όπως «Ευρωπαίος» ή «Βαλκάνιος» ως συλλογικοί προσδιορισμοί, απουσιάζουν από τις βαλκανικές γλώσσες, τουλάχιστον στην καθημερινή ζωή. Η εξήγηση που δίνεται γι' αυτό είναι ότι οι αυτοχαρακτηρισμοί είναι συνήθως πολύ λιγότεροι από τους χαρακτηρισμούς που αποδίδονται από τρίτους. Είναι πιθανότερη πάντως η ερμηνεία ότι η συγκεκριμένη εμμονή χαρακτηρίζει κυρίως τους διανοουμένους και επομένως περιορίζεται στη γλώσσα της λογοτεχνίας. Αυτό που σίγουρα υπήρχε στην καθομιλουμένη στις βαλκανικές χώρες του δέκατου ένατου και σ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, και μπορεί ακόμη να συνηθίζεται από μια συγκεκριμένη γενιά, είναι η έκφραση «πηγαίνω στην Ευρώπη». Στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα ο William Miller έγραφε: «Όταν οι κάτοικοι της Βαλκανικής Χερσονήσου σκέφτονται να ταξιδέψουν σε μια από τις χώρες που βρίσκονται στα δυτικά τους, λένε ότι ‘‘θα πάνε στην Ευρώπη’’, ομολογώντας έτσι ότι θέτουν τον εαυτό τους εκτός του ευρωπαϊκού συστήματος». Στις αρχές του επόμενου αιώνα, ο Allen Upward χαρακτήριζε τα Βαλκάνια ως «το ανατολικό άκρο της Ευρώπης» ή «την πιο άγνωστη γωνιά της Ευρώπης»:

 Η Ευρώπη, η οποία παίζει το ρόλο της Θείας Πρόνοιας για το βαλκανικό κόσμο, τελειώνει στην Αδριατική Θάλασσα. Η γη που υπήρξε το λίκνο τον ευρωπαϊκού πολιτισμού, η νήσος όπου ο ιερός ταύρος μετέφερε την ομώνυμη πριγκίπισσα δεν είναι μέρος αυτής της Ευρώπης. Μπορεί να συμπεριλαμβάνει τη Ρωσία λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων, αλλά πέρα απ’ αυτό ο όρος Ευρώπη ακούγεται στα αυτιά των Βαλκανίων λίγο πολύ όπως ακουγόταν ο όρος Φραγκιά στων Βυζαντινών. Με δυο λόγια, Ευρώπη είναι η Λατινική Χριστιανοσύνη· πρωτεύουσα της είναι το Παρίσι, γλώσσα της η γαλλική.

σ. 107-108

  

τα Βαλκάνια ως αυτοπροσδιορισμός στην Ελλάδα 

 Η «Ευρώπη», όταν χρησιμοποιούνταν σε αντιδιαστολή με τα Βαλκάνια, δεν ήταν συνώνυμο του δυτικού χριστιανισμού εν γένει, ούτε φυσικά της Λατινικής Χριστιανοσύνης: ήταν συνώνυμο της προόδου, της τάξης, της ευημερίας, των ριζοσπαστικών ιδεών· ήταν δηλαδή μια εικόνα κι ένα ιδεώδες, μια Ευρώπη που ανήκε στο Χρόνο (που νοούνταν ως ανάπτυξη), όχι μια Ευρώπη ως γεωγραφική οντότητα. Μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο η φράση άρχισε να χάνεται και ουσιαστικά εξαφανίστηκε σ' εκείνες τις βαλκανικές χώρες οι οποίες εντάχτηκαν στην Ανατολική Ευρώπη. Εκεί αντικαταστάθηκε από τον όρο Δύση· όποτε χρησιμοποιούνταν η φράση «πηγαίνω στην Ευρώπη», σήμαινε «πηγαίνω στη Δυτική Ευρώπη». Ενώ το 1904 ο Herbert Vivian έγραφε ακόμη ότι «σε όλα τα Βαλκάνια συνηθίζουν να αναφέρονται στο πέρασμα βορείως του Δούναβη και του Σάβα λέγοντας "πηγαίνω στην Ευρώπη"», πενήντα χρόνια αργότερα κανείς ποτέ στη Βουλγαρία ή στη Ρουμανία δε θα σκεφτόταν να πει ότι θα πάει στην Ευρώπη, εννοώντας ότι θα ταξιδέψει στην Ουγγαρία, στην Τσεχοσλοβακία, στην Πολωνία ή στην Ανατολική Γερμανία, όπως ακριβώς κανείς στην Ελλάδα δε θα χρησιμοποιούσε την έκφραση θα πάω στην Ευρώπη όταν επρόκειτο να επισκεφτεί την Ισπανία, την Πορτογαλία ή ακόμη και την Ιταλία -προπύργια όλες τους της Λατινικής Χριστιανοσύνης.

 Πώς εκφράζεται σήμερα ο δεσμός Ευρώπης και Βαλκανίων; Ως ένα βαθμό, η εξέταση τού πώς χρησιμοποιείται ο όρος «Βαλκάνια» ξεχωριστά στις βαλκανικές γλώσσες μάς δίνει την κλίμακα αξιολόγησης και το βαθμό ανοχής απέναντι στην υποτιθέμενη βαλκανικότητα της καθεμιάς. Πάντως, αξίζει να εξετάσουμε εκ του σύνεγγυς πώς εκφράζεται αυτό στη λογοτεχνία ή στον πολιτικό λόγο.

 «Ελλάδα-το ευρωπαϊκό θέρετρο των Ευρωπαίων»: αυτό ήταν το σύνθημα της διαφημιστικής εκστρατείας του ΕΟΤ το 1988. Μερικοί το ερμήνευσαν ως προσπάθεια προσέλκυσης περισσότερων Αμερικανών, οι οποίοι τρελαίνονται να αντιγράφουν τους Ευρωπαίους. Δείχνει ακόμη την εμμονή των Ελλήνων να τονίζουν την ευρωπαϊκότητά τους, η αμφισβήτηση της οποίας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο σημείο γι' αυτούς, καθώς η Ελλάδα είναι το μοναδικό βαλκανικό ορθόδοξο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Έλληνες δεν παύουν να υπενθυμίζουν στην οικουμένη ότι ακόμη και η λέξη Ευρώπη είναι ελληνική, και μολονότι χρησιμοποιούν τη φράση «πηγαίνω στην Ευρώπη», αυτό δεν αποτελεί μοιρολατρική παραδοχή ότι δεν ανήκουν σ’ αυτήν.

σ. 108-110

  

 

η βαλκανική ταυτότητα των νεοελλήνων 

Όπως κάθε ελληνική ταυτότητα, έτσι, και η ελληνική εμπεριέχει μια ιεραρχία πολλαπλών ταυτοτήτων· ένας σύγχρονος Έλληνας θα αυτοχαρακτηριζόταν ως εξής: πρώτον, Έλληνας· δεύτερον, με την τοπική του ταυτότητα, Κρητικός, Μακεδόνας, Ηπειρώτης κτλ.· τρίτον, Ευρωπαίος, κι έπειτα μόνο Βαλκάνιος, Νοτιοευρωπαίος ή Μεσογειακός. Πάντως, ενώ οι Έλληνες δε δείχνουν ιδιαίτερο ενθουσιασμό για τη βαλκανικότητά τους ή τέλος πάντων την αποδέχονται με κάπως κοροϊδευτική μοιρολατρία, οι μειωτικοί χαρακτηρισμοί τους έχουν ως στόχο την «Ανατολή» (πιο συγκεκριμένα στην Τουρκία) και όχι τα Βαλκάνια. Οι Έλληνες δεν αρνούνται ότι ανήκουν στα Βαλκάνια. Άλλωστε η Ελλάδα είχε ανέκαθεν υπερβολικό σύμπλεγμα ανωτερότητας απέναντι στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, το οποίο μετριάστηκε μόλις τις τελευταίες δεκαετίες. Η Ελλάδα δεν έχει παίξει μόνο κεντρικό ιστορικό ρόλο στον κόσμο των Βαλκανίων, αλλά και οι κύριοι πολιτικοί στόχοι και σχεδιασμοί της μέχρι το πρόσφατο παρελθόν επικεντρώνονταν, σε μεγάλο βαθμό, στα Βαλκάνια. Σε ό,τι αφορά την ακαδημαϊκή κοινότητα, η έννοια «βαλκανικός» κατέχει ουδέτερη και νόμιμη θέση: το κυρίαρχο ίδρυμα διεπιστημονικής έρευνας για τα Βαλκάνια είναι το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου της Θεσσαλονίκης, το οποίο εκδίδει το περιοδικό Balkan Studies [Βαλκανικές Μελέτες] πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα περιοδικό με τίτλο Ευρωβαλκάνια. 

Η Ελλάδα εξακολουθεί να θεωρεί ότι κατέχει κεντρικό ρόλο στη χερσόνησο, μολονότι αυτός ο ρόλος σήμερα δε θεωρείται προτεραιότητα. Οι επίσημες δηλώσεις είναι σαφέστατες: «Τα Βαλκάνια δεν αποτελούν για την Ελλάδα απλώς μια επικίνδυνη περιοχή κάπου στον κόσμο. Η Ελλάδα είναι μέρος των Βαλκανίων». Αυτοχαρακτηριζόμενη ως το μοναδικό «βαλκάνιο μέλος» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα αισθάνεται σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για τη σταθερότητα στα Βαλκάνια και έχει αναλάβει προσφάτως την πρωτοβουλία να δημιουργήσει ένα «Ανοιχτό Βαλκανικό Πανεπιστήμιο». Αν και περήφανοι που είναι οι μοναδικοί Ευρωπαίοι «Βαλκάνιοι», οι Έλληνες δείχνουν κάποια ανησυχία για το γεγονός ότι απειλείται η μοναδικότητα τους, και υπάρχει μια αυξανόμενη τάση «να συντηρήσουν μια στατική οργανική έννοια, ένα πλέγμα κράτους, έθνους, θρησκείας και ελληνικότητας, όπως αυτό διαμορφώθηκε στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα». Είναι φανερό πως όσο προχωρά η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, οι Έλληνες θα δέχονται αυξανόμενες πιέσεις, να επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητά τους. Ωστόσο μπορεί κανείς να παρατηρήσει στην ελληνική περίπτωση ότι, παρά τις συνεχιζόμενες διαμάχες περί ταυτότητας και παρά την αγωνία που διακατέχει ορισμένους κύκλους για την απώλεια της ταυτότητας τους, της Ρωμιοσύνης, η θέση της Ελλάδας στο θεσμοποιημένο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τής έχει ενσταλάξει σε σημαντικό βαθμό το αίσθημα της ασφάλειας, ώστε θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι εδώ δεν πρόκειται για μια περίπτωση «αβάσταχτης ελαφρότητας», αλλά υποφερτής βαρύτητας του βαλκανικού είναι.

σ. 111-112

  

Σχήματα πρόσληψης των Βαλκανίων και της Ελλάδας ως το 1900 

Γενικά οι Βρετανοί συγγραφείς ταξιδιωτικών εντυπώσεων προτιμούσαν τους Τούρκους από τους Έλληνες. Δεν ελεεινολογούσαν τους Έλληνες μόνο για την έλλειψη κλασικής παιδείας που τους χαρακτήριζε και για το γεγονός ότι δεν είχαν πια καμία συγγένεια με τους αρχαίους, αλλά έβρισκαν εντελώς απωθητική και την εκφυλισμένη θρησκεία τους. Οι Έλληνες ήταν φατριαστές, εχθρικοί, δουλοπρεπείς, αμαθείς, προληπτικοί, οκνηροί, άπληστοι· χρηματίζονταν, συνωμοτούσαν ήταν βρόμικοι, αχάριστοι και ψεύτες. Πάντως, όταν το δέκατο ένατο αιώνα οι επαφές των Βρετανών με τους βαλκανικούς πληθυσμούς έγιναν περισσότερες και τακτικότερες χάρη στο εμπόριο και στην αύξηση των πολιτικών, στρατιωτικών, θρησκευτικών και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων τους στην περιοχή, αντίστοιχα και οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις δείχνουν επαρκέστερη γνώση των πραγμάτων και κάποτε χαρακτηρίζονται από ματιά σε βάθος και γνήσια ανθρώπινη συμπάθεια. 

Η Ελλάδα ήταν ο μεγάλος έρωτας των Άγγλων κατά τη δεύτερη δεκαετία του δέκατου ένατου αιώνα. «Είμαστε όλοι Έλληνες», έγραφε ο Σέλεϊ στην προμετωπίδα του ποιήματος του «Ελλάς», που γράφτηκε λίγο μετά την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης. Ο Σέλεϊ δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στην Ελλάδα* αυτοί που το έκαναν όμως μνημόνευαν τη ρήση του Σατομπριάν: «Ποτέ μην επισκεφτείτε την Ελλάδα, κύριε, παρά μόνο μέσα από τον Όμηρο. Είναι ο καλύτερος τρόπος». Ο C.M. Woodhouse χαρακτήρισε συνοπτικά τον αγγλικό φιλελληνισμό ως σύντομη παύση μέσα σε μια συνεχή «προκατάληψη και αδιαφορία»: «Πριν ανάψει ο Βύρων τη φλόγα και μετά που έσβησε αυτή, αν και υπήρχε κάποιο ενδιαφέρον για την Ελλάδα, δεν υπήρχε φιλελληνισμός». Αυτό το ενδιαφέρον ήταν προϊόν του κλασικισμού, του Grand Tour και των στρατηγικών συμφερόντων της Αγγλίας στην ανατολική Μεσόγειο, αρχικά εξαιτίας του φόβου της Γαλλίας και στη συνέχεια, και κυρίως, της Ρωσίας- ποτέ όμως δεν ήταν αληθινό ενδιαφέρον για την Ελλάδα καθεαυτή. Με πολύ πνεύμα ο Woodhouse δίνει το στίγμα αυτού του έρωτα για την Ελλάδα: «Αγαπούσαν την Ελλάδα των ονείρων τους: τη χώρα, τη γλώσσα, τις αρχαιότητες, όχι όμως και το λαό. Σκέφτονταν: αχ, ας μπορούσαν [οι σύγχρονοι Έλληνες] να μοιάζουν λίγο περισσότερο με Βρετανούς λογίους και τζέντλεμεν ή τουλάχιστον, γιατί αυτή είναι εντελώς παράλογη ελπίδα, ας έμοιαζαν πιο πολύ στους προγόνους τους· ακόμα καλύτερα, ας μην υπήρχαν καθόλου!». 

Πριν από την έκρηξη της επανάστασης, κυριαρχούσε η άποψη ότι, μέχρι να μορφωθούν καλύτερα οι Έλληνες, δε θα ήταν ώριμοι για ανεξαρτησία. Αυτή η γνώμη δεν εκφράστηκε μόνο από Ευρωπαίους, αλλά και από ορισμένες ηγετικές μορφές του Ελληνικού Διαφωτισμού, μεταξύ των οποίων και ο Αδαμάντιος Κοραής. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης η συμπάθεια για τους Έλληνες αυξήθηκε, καθώς τρεφόταν από περιοδικά και φυλλάδια που υποστήριζαν τους Έλληνες. «Έτσι οι Έλληνες ακολουθούν τους Ισπανούς, τους Ιταλούς και τους Λατινοαμερικάνους (όχι όμως και τους Ιρλανδούς), τους καταπιεσμένους λαούς για τους ο¬ποίους ματώνουν οι καρδιές των Βρετανών και ανοίγουν τα πορτοφόλια τους». Το ειδύλλιο όμως ήταν σύντομο. Ελάχιστοι φιλέλληνες παρέμειναν πιστοί καθ' όλη τη διάρκεια της πολεμικής προσπάθειας των Ελλήνων, και ακόμη λιγότεροι απ' αυτούς που ήταν αφοσιωμένοι στη δημιουργία της ανεξάρτητης Ελλάδας παρέμειναν στη χώρα. Οι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιούνταν για τους Έλληνες παλαιότερα και οι οποίοι είχαν εξαφανιστεί την εποχή της φιλελληνικής συγκίνησης επανενέσκηψαν με όλη τους τη δύναμη. Η καινούρια μομφή τώρα ήταν ότι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να κυβερνηθούν από μόνοι τους, ειδικά όταν διαπιστώθηκε ο αδέξιος τρόπος με τον οποίο διαμορφώνονταν οι νεοελληνικοί θεσμοί και πολιτικές. Αρκετές δεκαετίες μετά την απελευθέρωση ο φιλελληνισμός ήταν πλέον ακατανόητος και η Κωνσταντινούπολη και οι επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγιναν πιο δημοφιλείς προορισμοί. Υπήρχε ωστόσο μια θεμελιώδης διαφορά: δεν ετίθετο πια θέμα επανεγκαθίδρυσης της οθωμανικής εξουσίας. Η ανεξαρτησία της Ελλάδας ήταν πλέον «fait accompli» (τετελεσμένο γεγονός).

σ. 217-219

  

 

από την ανακάλυψη στην επινόηση, βαλκανοποίηση 

Ο όρος «βαλκανοποίηση» προέκυψε ως αποτέλεσμα των Βαλκανικών Πολέμων και του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και σφράγισε για πάντα τα Βαλκάνια ως απολύτως αρνητική έννοια. Αυτό όμως δε συνέβη απότομα· μάλιστα, ο δυτικός τύπος χρησιμοποιούσε τον όρο μάλλον ειρωνικά παρά περιφρονητικά ακόμη και κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Η εικόνα των Βαλκανίων έφερε στο προσκήνιο τη βία ως το κεντρικό, επομένως και κυρίαρχο στοιχείο τους. Η βία στη βαλκανική ιστορία ήταν κάτι καινούριο. Οι Ευρωπαίοι έφριτταν με ορισμένες ιδιαίτερες μορφές «ανατολικής» βαρβαρότητας, και ιδίως με τον σκολοπισμό, που ερέθιζε τη φαντασία όλων των ταξιδιωτών. 

Αυτό το εξωτικό στοιχείο μεταμόρφωσε την ιστορική του Βλαντ Τέπες στην αθάνατη φυσιογνωμία του Δράκουλα, αν και τελευταίος αποτελεί μάλλον αποκύημα της αρρωστημένης γοτθικής φαντασίας παρά απεικόνιση της βαλκανικής βιαιότητας. Και όμως, ακόμη και τέτοιου είδους βασανιστήρια θεωρούνταν μάλλον ιδιαιτερότητες των ηγεμόνων και δεν αποδίδονταν στην περιοχή ως αποτέλεσμα κάποιων εγγενών βιολογικών χαρακτήρα χαρακτηριστικών. Η βία ως βαλκανικό μοτίβο υπήρξε, με αυστηρούς όρους φαινόμενο μεταπολεμικό (δηλαδή μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους).

σ. 275-276

 

 

από την ανακάλυψη στην επινόηση, Ελλάδα και Βαλκάνια 

Ένα καινούριο χαρακτηριστικό της εικόνας των Βαλκανίων προστέθηκε αρχικά μεταξύ των δύο πολέμων αλλά κυρίως μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο, με την εμφάνιση του νέου δαίμονα, του νέου «άλλου»: του κομμουνισμού. Λέχθηκε ότι τα Βαλκάνια «ήταν χαμένα για το δυτικό κόσμο», «τα ξέγραψαν οι υποστηρικτές του δυτικού πολιτισμού», όσο η Ρωσία παρέμενε ισχυρή στη Βαλκανική χερσόνησο, γιατί ο ρωσικός κομμουνισμός ήταν «το τέλος της Ευρώπης». Το παράδοξο εδώ είναι ότι έγινε εξαίρεση για δύο από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του βαλκανικού πολιτισμικού χώρου: την Ελλάδα και την Τουρκία. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ανέκαθεν η Δύση τηρούσε ιδιαίτερη στάση απέναντι της -στάση που εκπορευόταν από την κλασική κληρονομιά της χώρας, την οποία οικειοποιήθηκε και η πεφωτισμένη Δύση· αυτή η στάση όμως ήταν ανομοιογενής, και η Ελλάδα σπανίως αντιμετωπιζόταν ως κάτι εντελώς ξεχωριστό από τα Βαλκάνια. Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου, όταν η θεωρία του Φαλμεράιερ βοηθούσε τους Γερμανούς να φερθούν στους Έλληνες σαν να ήταν Untermenschen (υπάνθρωποι), η στάση των συμμάχων διαμορφωνόταν με βάση το γεγονός ότι είχαν ξαναθυμηθεί την προσφορά των Ελλήνων στο δυτικό πολιτισμό. Οι εθνικοί ήρωες των Σέρβων και των Αλβανών και τα κατορθώματα τους δε βρήκαν καμιά απήχηση στην ψυχή των Άγγλων δε συνέβη όμως το ίδιο και με την Ελλάδα: 

Στρεφόμενοι από τα Βαλκάνια προς την Ελλάδα – που δεν είναι καθόλου βαλκανική χώρα, στην πραγματικότητα, αλλά, μέρος του μεγάλου πολιτισμού της Μεσογείου – βρισκόμαστε σε φιλικό έδαφος από πνευματική άποψη. Αντί να παλεύουμε με εξωτικά ονόματα μαχών, ηγεμόνων και νομοθετών που καθόρισαν τη μοίρα μερικών άγνωστων χωρών – Κόσοβο Γεώργιος Καστριώτης, Λεκ – αναγνωρίζουμε εκείνα τα ονόματα που βοήθησαν στη διαμόρφωση της μοίρας όλων των πολιτισμών – Μαραθώνας, Περικλής, Σόλων. Σ' αυτή τη μικροσκοπική χώρα οφείλουμε το μεγαλύτερο μέρος του δικού μας πολιτισμού, των τεχνών και των επιστημών μας, τη μορφή που πήρε η θρησκεία μας, την αθλητική μας παράδοση – και τα ιδεώδη για τα οποία πολεμούμε σήμερα.

 σ. 301-302

 

  

 

Βαλκάνια - Realia: Qu'est-ce qu'il y a de hors-texte?

ανεξάρτητα βαλκανικά κράτη 

Η δημιουργία αυτόνομων και ανεξάρτητων βαλκανικών κρατών δε σήμαινε μόνο ρήξη με το πολιτικό παρελθόν τους, αλλά και αποκήρυξη του. Αυτό είναι εμφανές στην προσπάθεια τους να αντικαταστήσουν τους παλαιούς οθωμανικούς κρατικούς θεσμούς και μορφές τοπικής αυτοδιοίκησης με νέους ευρωπαϊκό θεσμούς. Στην Ελλάδα το καθεστώς της Βαυαρικής Αντιβασιλείας έβαλε αμέσως σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα εκπαιδευτικών δικαστικών, γραφειοκρατικών, οικονομικών, στρατιωτικών και θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων, σε μια κοινωνία «όπου οι άνθρωποι δεν έκαναν στην πράξη διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως ο πολιτικός, ο οικονομικός, ο κοινωνικός και ο θρησκευτικός». Όσο οι Έλληνες έχτιζαν την πολιτεία τους, αναζητούσαν λειτουργικά πρότυπα· δεν τα έψαχναν όμως ούτε στο άμεσο οθωμανικό τους παρελθόν, ούτε στη βυζαντινή κληρονομιά τους, αλλά στη σύγχρονη Δύση.

σ. 382-383

 

 

 

Βαλκάνια - Realia: Qu'est-ce qu'il y a de hors-texte?

μειονότητες στα βαλκανικά εθνικά κράτη 

Η Ελλάδα και η Αλβανία πλησίασαν περισσότερο το ιδεώδες του μονοεθνικού κράτους, αλλά και εκείνες είχαν να επιλύσουν μειονοτικά προβλήματα. Η Ελλάδα είχε τη λεγόμενη σλαβόφωνη και τη μουσουλμανική μειονότητα. Η Αλβανία είχε τη μικρή ελληνική μειονότητα. Στη Βουλγαρία το 13% του πληθυσμού ήταν μειονότητες: Τούρκοι, Πομάκοι, Τσιγγάνοι, Τάταροι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Ρώσοι κτλ. Η Γιουγκοσλαβία είχε ένα 15% μειονοτικών πληθυσμών - Γερμανοί, Μαγυάροι, Αλβανοί, Ρουμάνοι, Τούρκοι κ.λπ.- αλλά και το υπόλοιπο 85% του πληθυσμού της αποτελούνταν από τρεις αναγνωρισμένες εθνότητες, τους Σλοβένους, τους Κροάτες και τους Σέρβους, συμπεριλαμβάνοντας και τους μη αναγνωρισμένους Μακεδόνες, όπως επίσης και τους Βόσνιους Μουσουλμάνους που μιλούσαν σερβοκροατικά. Η Ρουμανία είχε τη μεγαλύτερη μειονότητα - ένα 27% του πληθυσμού της ήταν Μαγυάροι, Γερμανοί, Εβραίοι, Ουκρανοί, Ρώσοι, Βούλγαροι, Τούρκοι, Τάταροι, Τσιγγάνοι κτλ. Η ίδια η Τουρκία, η οποία προέκυψε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά με μειωμένα εδάφη, και περιστρεφόταν γύρω από έναν τουρκικό εθνικό πυρήνα, αφού έδιωξε τους ελληνικούς πληθυσμούς και έσφαξε τους Αρμένιους, είχε να αντιμετωπίσει σημαντικές μειονότητες, όπως οι Κούρδοι -για να αναφέρουμε μόνο τη μεγαλύτερη ομάδα από αυτές.

σ. 394

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.