ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Ο πόλεμος των παιδιών

Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού εμφύλιου πολέμου, 1946-1949, τόμος 2, Αθήνα: Βιβλιόραμα 2006

 

 

Στις αρχές του 1948, ό πόλεμος μεταφέρθηκε σε ασυνήθιστα για τις ως τότε πολεμικές συγκρούσεις πεδία αναμέτρησης. Στις 27 Φεβρουαρίου η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε επίσημη διαμαρτυρία προς τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την «αρπαγή παιδιών» από τους κομμουνιστές. Η επιχείρηση αυτή, που, σύμφωνα με την ελληνική διαμαρτυρία, έχαιρε της υποστήριξης αλλά και της ανοιχτής συνεργασίας των γειτονικών της Ελλάδας κρατών, απέβλεπε σε στόχους ριζοσπαστικούς και απόλυτους. Το σχέδιο απέβλεπε όχι μόνο στην τρομοκράτηση των πληθυσμών της ελληνικής επαρχίας αλλά αποτελούσε το πρώτο βήμα της επιχείρησης αλλοίωσης των εθνικών χαρακτηριστικών της χώρας. Αυτό θα επιτυγχανόταν με δύο παράλληλους τρόπους. Με την κομμουνιστική και αντεθνική διαπαιδαγώγηση των αρπαγμένων παιδιών, ώστε αργότερα να αποτελέσουν στρατιές «γενιτσάρων» ενάντια στην πατρίδα τους αλλά και ενάντια στους λαούς τού Ελεύθερου Κόσμου, και με την καταστροφή της φυλής και των χαρακτηριστικών της, στην οποία αποσκοπούσε ή γενίκευση του μέτρου. Η περιγραφή προσδιόριζε ένα καταχθόνιο σχέδιο, αντάξιο των σκοτεινότερων περιόδων της ανθρώπινης Ιστορίας αλλά και απευθείας προερχόμενο, θα έλεγε κανείς, από τις πλέον δαιμονικές φαντασιώσεις της ανθρωπότητας.

Ο Ελεύθερος Κόσμος ήταν μάλλον ώριμος να δεχτεί αυτές τις πολύ σκοτεινές εκδοχές. Το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου είχε πλέον κάνει αισθητή την παρουσία του και οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί, άπειροι ακόμη, ήταν πρόθυμοι να στηρίξουν κάθε κατηγορία που θα στρεφόταν εναντία στον απέναντι κόσμο. Η ιδέα της σταυροφορίας υπέρ των παιδιών της Ελλάδας φάνηκε στην αρχή ότι είχε όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να γίνει λάβαρο του αντικομμουνιστικού αγώνα από τον δυτικό κόσμο συνολικά Η υπόθεση των παιδιών απασχόλησε τα όργανα του OHE και κατέστη αντικείμενο ειδικής έρευνας, που ανατέθηκε στην αποστολή τού οργανισμού στην Ελλάδα, τη γνωστή UNSCOB. Παρ’ όλ’ αυτά, το ζήτημα δεν πήρε ασυνήθιστες διαστάσεις και οπωσδήποτε δεν έγινε λάβαρο μιας γενικότερης αντικομμουνιστικής εκστρατείας. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους η έκθεση της UNSCOB σχετικά με το ζήτημα ήταν σχεδόν μετριοπαθής. Η επιτροπή διαπίστωσε την απογραφή των παιδιών μέχρι 14 ετών στα χωριά που βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο του Δημοκρατικού Στρατού, διαπίστωσε την οργάνωση αποστολών με παιδιά και συνοδούς – από τον γυναικείο πληθυσμό του ίδιου χωριού μερικές φορές – προς τις γειτονικές χώρες, χωρίς, όμως, να μπορέσει να προσδιορίσει ούτε την έκταση του μέτρου ούτε, το κυριότερο, να απαντήσει στο κρίσιμο ερώτημα: αν δηλαδή ο εκπατρισμός αυτός γινόταν με τη συναίνεση των γονέων ή όχι. Προσδιόρισε επίσης γεωγραφικά τις περιοχές όπου γενικεύθηκε το μέτρο: η Ήπειρος, κυρίως η Δυτική Μακεδονία και οι ανατολικότερες περιοχές της ελληνικής Θράκης.

Η σχετικά γρήγορη αναδίπλωση της δυτικής διπλωματικής στάσης καθώς και των μέσων ενημέρωσης σχετικά με το θέμα ερχόταν σε αντίθεση με τις διαστάσεις και τη σημασία που έδωσε σε αυτό η Αθήνα. Από τον Μάρτιο του 1948, κυβερνητικοί παράγοντες, με επικεφαλής τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, υπουργό Εξωτερικών και πρώην πρωθυπουργό Τσαλδάρη, χρησιμοποίησαν την πλέον σκληρή και απόλυτη γλώσσα για να καταγγείλουν το «παιδομάζωμα». Σύσσωμος ο αθηναϊκός τύπος πρόσθεσε τις δικές του οργισμένες αντιδράσεις σε αυτό το κομμουνιστικό «έγκλημα» που – ελάχιστες αμφιβολίες έδειχναν οι καταγγέλλοντες γι’ αυτό – ήταν η πρώτη φάση ενός ευρύτερου σχεδίου, το όποιο αποσκοπούσε στον αφελληνισμό και τον συνεπακόλουθο εκσλαβισμό της χώρας και αποτελούσε τυπικό παράδειγμα «γενοκτονίας». Πολύ γρήγορα το ζήτημα του «παιδομαζώματος» έγινε κεντρικό θέμα της προπαγάνδας της Δεξιάς και βασική απόδειξη των καταχθόνιων σχεδίων που εξυφαίνονταν ενάντια στην Ελλάδα και τον ελληνισμό.

Αν και αργότερα δεν επιβεβαιώθηκε η εναντίον των κομμουνιστών κατηγορία, ότι δηλαδή με αυτά τα αρπαγμένα παιδιά απέβλεπαν στη δημιουργία ενός «γενιτσαρικού» σώματος που σταθερά θα αντιστρατευόταν τον ελληνισμό, η σχετική φιλολογία παρέμεινε εξαιρετικά ενεργός στα χρόνια που ακολούθησαν. Αποδείχθηκε μάλιστα ιδιαίτερα στέρεη και μακρόβια, καθώς, μεταγραμμένη στο νομικό επίπεδο, εμπόδισε – σε μερικές περιπτώσεις εμποδίζει ακόμα – την παλιννόστηση αυτών των υποθετικών «γενιτσάρων». Η αντοχή του σχήματος, πέρα από την απόδειξη του βάρους και της λειτουργικότητας των ιδεολογημάτων στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία2, μπορεί να αποτελέσει αφετηρία προβληματισμού για το τι πραγματικά συνέβη στα χρόνια του Εμφυλίου όσον άφορα τον «πόλεμο των παιδιών».

 

2. Σε τελευταία ανάλυση, το «παιδομάζωμα» των οθωμανικών χρόνων ήταν μια παλαιά πρακτική, καθώς καταργήθηκε πριν τελειώσει ο 17ος αιώνας, η όποια εξυπηρετούσε ειδικές, «καθεστωτικές» θα λέγαμε, ανάγκες των σουλτάνων: την απόκτηση ενός προσωπικού στρατού που δεν θα μπορούσε – ως προερχόμενος από άτομα που γεννήθηκαν μη μουσουλμάνοι – να διεκδικήσει πραξικοπηματικά το θρόνο. Δεν είναι σίγουρο ότι η στρατολόγηση παιδιών καλών οικογενειών για τη σωματοφυλακή του σουλτάνου και το πιο εκλεκτό στρατιωτικό τμήμα της αυτοκρατορίας έβρισκε πάντα αντίθετους τους γονείς τους. Όσο κι αν αυτό μπορεί να φανεί παράξενο σε εμποτισμένους με «εθνική» ιδεολογία χώρους, η θρησκευτική πίστη και προσήλωση μάλλον δεν ήταν η κινητήρια δύναμη των οθωμανικών κοινωνιών. Οπωσδήποτε, όμως, η πρακτική του οθωμανικού «παιδομαζώματος» αφορούσε κυρίως τις σλαβικές περιοχές των Βαλκανίων, τις βόρειες, και ελάχιστα απασχόλησε τον κατεξοχήν ελληνικό χώρο.

Όλ’ αυτά δεν σημαίνουν ότι οι εθνικοί μύθοι, όσο αναντίστοιχοι με την πραγματικότητα κι αν είναι, δεν αποτελούν πολύ σημαντικό στοιχείο των εξελίξεων. Η χρήση του όρου «παιδομάζωμα» στον Εμφύλιο αποτελεί την καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό.

 

***

 

Πολύ λίγα καταχθόνια σχέδια στην ιστορία διαφημίζονται από εκείνους που τα διαμορφώνουν και τα εφαρμόζουν. Στον κανόνα αυτό το ζήτημα της «αρπαγής παιδιών» στον ελληνικό Εμφύλιο πρέπει να αποτελεί την απόλυτη εξαίρεση. Από τον Φεβρουάριο του 1948, στις περιοχές όπου κυριαρχούσε ό Δημοκρατικός Στρατός είχαν δημόσια ξεκινήσει οι προεργασίες για το μέτρο. Τον Μάρτιο, το ραδιόφωνο και ο τύπος της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης ανέδειξαν το μέτρο της απομάκρυνσης των παιδιών από τις εμπόλεμες ζώνες σε κύριο θέμα. Ως λόγοι που επέβαλλαν την εφαρμογή αυτού του σχεδίου προβλήθηκαν κυρίως οι ακόλουθοι: Η καταστροφή της υπαίθρου και τα συνεπακόλουθα επισιτιστικά προβλήματα καθιστούσαν πολύ δύσκολη τη διατροφή των παιδιών, καθώς και την ειδική περίθαλψη και φροντίδα που είχαν ανάγκη. Η γειτνίαση με το μέτωπο και η ανάγκη μαζικής επιστράτευσης του πληθυσμού δημιουργούσε κινδύνους και διασπούσε τις οικογένειες, αφήνοντας συχνά τα παιδιά στην τύχη τους. Η γενίκευση των αεροπορικών βομβαρδισμών και η μαζική χρήση του πυροβολικού ενίσχυε αυτούς τους κινδύνους. Τελευταίο και όχι πιο ασήμαντο επιχείρημα ήταν ότι η εκστρατεία της βασίλισσας Φρειδερίκης για τη συγκέντρωση των παιδιών των παραμεθόριων και «ύποπτων» περιοχών σε ελεγχόμενα κέντρα είχε αρχίσει να παίρνει απειλητικές διαστάσεις. Η Αριστερά, αν και δεν χρησιμοποίησε τον όρο «παιδομάζωμα», κάτι τέτοιο εννοούσε. Η δραστηριότητα της Φρειδερίκης αποσκοπούσε στη δημιουργία «γενιτσάρων» που θα στρέφονταν ενάντια στους γονείς τους και τον λαό, αποσκοπούσε στην οργάνωση «χιτλερικής νεολαίας», οργάνωση στην οποία, όπως υπενθυμιζόταν, η νυν βασίλισσα είχε διαπρέψει στα νεανικά της χρόνια.

 

 

 

Ανακοίνωση του υπουργείου Εσωτερικών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης

(Δελτίο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, 8 Μαρτίου 1948)

 

Για να σωθούν από τη λύσσα των μοναρχοφασιστών τα παιδάκια

 

Λαϊκές και άλλες οργανώσεις πρόνοιας και προστασίας του παιδιού της Ελεύθερης Ελλάδας, καθώς και χιλιάδες γονείς και κηδεμόνες, απευθύνθηκαν προ καιρού με εκκλήσεις στις φιλανθρωπικές οργανώσεις των Λαϊκοδημοκρατικών χωρών και ζήτησαν απ’ αυτές να περιθάλψουν και να προστατέψουν την ελληνική παιδική νεολαία που κινδύνευε από τον υποσιτισμό και τη βαρβαρότητα του μοναρχοφασισμού.

Οι φιλανθρωπικές και οργανώσεις προστασίας της παιδικής ηλικίας, καθώς και διάφορες οργανώσεις της νεολαίας των χωρών αυτών, με εξαιρετική χαρά και ευχαρίστηση, αποδέχθηκαν τις εκκλήσεις αυτές και ανέλαβαν να περιθάλψουν τα ελληνόπουλα, για όσο διάστημα θα χρειαστεί.

Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, βλέποντας πως με την καταστροφική πολιτική που από το 1945 εφαρμόστηκε στην Ελλάδα από ξένους και ντόπιους εκμεταλλευτές, με τις συνέχεις καταστροφές και λεηλασίες που συστηματικά εφάρμοζε και εφαρμόζει ο μοναρχοφασισμός σε βάρος του λαού και της περιουσίας του, ελαττώθηκαν οι δυνατότητες ανάλογης διατροφής που έχει ανάγκη η παιδική ηλικία. Με το εγκληματικό πέταμα στους δρόμους των πόλεων 150.000 και πάνω παιδιών όπου καθημερινά δεκάδες απ’ αυτά πεθαίνουν. Με την τελευταία διαταγή της Φρειδερίκης που διέταξε τους υποτακτικούς της να συγκεντρώσουν όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά στα κέντρα, για να τα μετατρέψουν σε γενίτσαρους και να τα βάλουν αναγκαστικά στις αγαπητές της χιτλερικές οργανώσεις νεολαίας. Ακόμα δε και με τους άνανδρους βομβαρδισμούς των ανυπεράσπιστων γυναικόπαιδων, από τους όποιους τον τελευταίο καιρό σκοτώθηκαν 120 παιδάκια, αποφάσισε να κάνει αποδεκτές τις αιτήσεις των λαϊκών οργανώσεων και των γονιών και να εγκρίνει την αποστολή και παραμονή των παιδιών, μέχρις ότου οι συνθήκες στη χώρα μας θα επιτρέψουν την επιστροφή τους.

Η ψευτοκυβέρνηση της Αθήνας και οι πάτρωνες της, σηκώνουν καπνούς συκοφαντίας, για να σκεπάσουν τις συνεχείς ήττες και διαλύσεις μονάδων του στρατού τους, που υφίσταται από τις επιχειρήσεις του ΔΣΕ, ιδίως τις τελευταίες μέρες στην Πελοπόννησο, Θεσσαλία και Ήπειρο. Απάντηση στις συκοφαντίες της δίνουν τα ευχαριστήρια τηλεγραφήματα που κατά εκατοντάδες κατακλύζουν τη Δημοκρατική Κυβέρνηση, απ’ όλες τις γωνιές της Ελλάδας, ελεύθερης και σκλαβωμένης.

 

7 Μαρτίου 1948

Από το υπουργείο Εσωτερικών

 

 

Πραγματικά, από την κυβερνητική πλευρά, η μέριμνα για συγκέντρωση των παιδιών των όποιων οι οικογένειες βρίσκονταν κοντά στις πολεμικές ζώνες ή γενικά σε «ύποπτες» περιοχές είχε, τουλάχιστον χρονικά, προηγηθεί. Επιπλέον, όπως ήταν φυσικό, είχε οργανωθεί σε σαφώς πιο αποτελεσματικές βάσεις όσον αφορούσε τις διαστάσεις του εγχειρήματος και τα διατιθέμενα μέσα. Η έναρξη του μέτρου μπορεί να χρονολογηθεί από τον Ιούλιο του 1947. Τότε η Φρειδερίκη, μαζί με 72 αξιοσέβαστες κυρίες των Αθηνών, ίδρυσε τον Βασιλικό Οργανισμό Προνοίας, που κύριο στόχο του είχε την περίθαλψη των παιδιών της χώρας. Η περίθαλψη απλώθηκε προς κάθε κατεύθυνση, προς τα ορφανά και τα προσφυγόπουλα στην αρχή, χωρίς όμως να ξεχάσει και τα παιδιά των δύσκολων, από επισιτιστική ή πολεμική άποψη, περιοχών. Σε λίγους μήνες δημιουργήθηκε ένας βαρύς και σύνθετος μηχανισμός που περιλάμβανε κέντρα υποδοχής παιδιών, «παιδουπόλεις» και πολλές δεκάδες «στέγες του παιδιού». Η αναζήτηση τροφίμων για τα κέντρα παιδικής προστασίας ανατέθηκε στον στρατό. Ο στόχος ήταν να βρεθούν τα παιδιά πριν τα βρουν οι κομμουνιστές.

 

***

 

Ο χρόνος έναρξης της φιλεύσπλαχνης πρωτοβουλίας της βασίλισσας Φρειδερίκης, το καλοκαίρι του 1947, βοηθά ίσως να προσδιορίσουμε την πορεία των γεγονότων και τις αιτίες της κήρυξης του «πολέμου των παιδιών». Στα μέσα του καλοκαιριού του 1947, όπως είδαμε σε προηγούμενα κεφάλαια, πιστοποιήθηκε ή σταθερή οικονομική συνδρομή των Ηνωμένων Πολιτειών προς την κυβέρνηση της Αθήνας. Τα πρώτα κονδύλια από αυτά που προέβλεπε το Δόγμα Τρούμαν ήταν ήδη διαθέσιμα ενώ ή ένταξη της χώρας στις χρηματοδοτήσεις τού Σχεδίου Μάρσαλ υποσχόταν νέους χρηματικούς και υλικούς πόρους για το άμεσο μέλλον. Ή αντικατάσταση της Μεγάλης Βρετανίας από τις ΗΠΑ στη θέση τού επίσημου κηδεμόνα των κυβερνητικών προσπαθειών παρουσίαζε το πρόσωπο που πολλοί στην Αθήνα περίμεναν. Δηλαδή αυτό τού πλούσιου τοποτηρητή, που μπορεί να χρηματοδοτήσει τα πλέον ριζοσπαστικά μετρά στον αγώνα εναντίον της Αριστεράς. Μέσα σε λίγο διάστημα εγκαινιάστηκαν ή γενικεύτηκαν όλα τα ριζοσπαστικά μέτρα και σχέδια που, σε μεγάλο βαθμό, έκριναν και την έκβαση τού πολέμου. Γενικεύτηκε προοδευτικά ή εκκένωση των ορεινών χωριών σε ολόκληρες περιοχές και ή μεταφορά των κατοίκων τους σε ελεγχόμενους καταυλισμούς, δημιουργήθηκε το στρατόπεδο της Μακρονήσου και ξεκίνησαν οι σχετικές με την παιδική πρόνοια πρωτοβουλίες. Και τα τρία μέτρα ήταν αποφασιστικών διαστάσεων, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κολοσσιαία για τα δεδομένα της χώρας, και απέβλεπαν στην πλήρη αποκοπή τού Δημοκρατικού Στρατού από τον κοινωνικό περίγυρο που τον στήριζε και τον δημιουργούσε. Ό «πόλεμος των παιδιών» ήταν ή μία πτυχή αυτού τού «κοινωνικού» πολεμικού μετώπου.

Ή συγκέντρωση των παιδιών ήταν στενά συνυφασμένη με τον έλεγχο των πληθυσμών. Για την ακρίβεια, ήταν μία πιο εύκολη και φθηνή εκδοχή της. Πριν δηλαδή γίνει δυνατή ή μετακίνηση ολόκληρου τού πληθυσμού ενός χωριού ή ενός γεωγραφικού χώρου, ή άμεση μεταφορά των παιδιών σε ασφαλή όσο και ελεγχόμενα μέρη έδινε ουσιαστικές εγγυήσεις για τη νομιμοφροσύνη των γονέων τους και πολλαπλασίαζε τους τυχόν δισταγμούς τους για στράτευση -ενεργό ή παθητική- στις γραμμές των ανταρτών. Επρόκειτο για ενός είδος ομηρίας. Καθώς, όμως, ήταν ομηρία μαζική, επίσημη και νόμιμα κατοχυρωμένη, οι οργανωτές της δεν κινδύνευαν να χαρακτηριστούν τρομοκράτες. Εκείνο τον καιρό τουλάχιστον.

Και στην άλλη πλευρά ή λογική ήταν παρόμοια. Ό επί των παιδιών έλεγχος βοηθούσε την πρόσδεση των πληθυσμών στην υπόθεση τού ΔΣΕ και περιόριζε τις πιθανότητες αυτομόλησης τους στις περισσότερο πλούσιες και ασφαλείς ζώνες τού αντιπάλου. Το πρόβλημα της διατήρησης των τοπικών πληθυσμών στις εστίες τους παρουσιαζόταν εδώ πιο έντονο, καθώς μάλιστα αναφερόταν σε κατηγορίες πληθυσμών συνηθισμένων στη μετακίνηση και τη μετανάστευση. Εξάλλου, έξω από τους σχεδιασμούς τού ΔΣΕ, ή πίεση για εξασφάλιση των παιδιών σε ασφαλέστερες περιοχές και πιο αξιοπρεπείς συνθήκες σε πολλές περιπτώσεις ήταν πραγματική. Μία πρώτη κατηγορία ανθρώπων που επιθυμούσε αυτή τη λύση ήταν οι αριστερές οικογένειες ή οι αντίστοιχες των ανταρτών που είχαν καταφύγει στα ορεινά και ζούσαν σε άθλιες και επικίνδυνες συνθήκες. Σε έναν χώρο όπου τα εφό

 

δια και τα τρόφιμα δεν επαρκούσαν για τις μάχιμες μονάδες, ή θέση των ανθρώπων αυτών και των παιδιών τους ήταν τραγική. Επρόκειτο δε για πολλές χιλιάδες άτομα.

Μία δεύτερη κατηγορία που έβλεπε μάλλον θετικά τη μεταφορά των παιδιών στα γειτονικά κράτη ήταν οι ανήκοντες στη σλαβομακεδονική μειονότητα. Τα παθήματα του 1945-1947, οι εναντίον τους εκστρατείες «εξελληνισμού» των παραστρατιωτικών σωμάτων της Δεξιάς, της Εθνοφυλακής και της Χωροφυλακής, τους είχαν καταστήσει ιδιαίτερα καχύποπτους ως προς την τύχη που τους επιφύλασσε τυχόν νίκη του κυβερνητικού στρατού η έστω η πρόσκαιρη άφιξη των κυβερνητικών δυνάμεων στα χωριά τους. Η αεροπορία δε και το πυροβολικό είχαν πολύ λίγες αναστολές στο να επιλέγουν ως στόχους τέτοια «αμφιλεγόμενα» χωριά. Το πέρασμα στη Γιουγκοσλαβία, όπου έξαλλου η «μακεδονικότητα» είχε γίνει επίσημα αποδεκτή ως πολιτιστική, γλωσσική και εθνική ταυτότητα, ήταν πιθανή εκδοχή σε εκείνους τους ταραγμένους καιρούς - όχι μόνο για τα παιδιά.

 

***

 

Το γεγονός ότι η περί «παιδομαζώματος» συζήτηση δεν έγινε λάβαρο αντικομμουνιστικής προπαγάνδας από το έκτος Ελλάδας τμήμα του Ελεύθερου Κόσμου – κατά την ψυχροπολεμική ορολογία – οφειλόταν μάλλον στο ότι η όλη συζήτηση μπορούσε να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και να τεθούν υπό κατηγορία τα κυβερνητικά μέτρα ειρήνευσης της υπαίθρου με την αντίστοιχη μεταφορά των παιδιών και την εκκένωση των χωριών. Ο περιορισμός της σχετικής διαμάχης στο ελληνικό πλαίσιο εμπόδισε, τουλάχιστον μέχρι να γίνει δυνατή η μεθοδική μελέτη των αρχειακών υλικών της Βασιλικής Πρόνοιας και των άλλων παρεμφερών οργανισμών, τη δυνατότητα μας να γνωρίσουμε τις διαστάσεις του «πολέμου των παιδιών». Τους αριθμούς, πρώτα απ’ όλα, των παιδιών που «φιλοξενήθηκαν» στα εκατέρωθεν κέντρα υποδοχής με ή χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των γονιών τους.

Από την πλευρά του Δημοκρατικού Στρατού, οι αριθμοί μας είναι πιο γνωστοί και προσδιορίσιμοι. Η ήττα του ΔΣΕ και η υποχώρηση του στην εξορία μετέτρεψε το ζήτημα των παιδιών σε διπλωματικό. Τον επαναπατρισμό των παιδιών ανέλαβε ο Ερυθρός Σταυρός με βάση τις αποφάσεις του OHE. Η Γενική Συνέλευση του τελευταίου είχε, από τον Νοέμβριο του 1948, αποφασίσει να ζητήσει τον άμεσο επαναπατρισμό των παιδιών που βρίσκονταν στο εξωτερικό, με την προϋπόθεση ότι θα έπρεπε να προηγηθεί σαφής έκφραση της θέλησης των γονιών τους για κάτι τέτοιο. Αυτή η διαδικασία υιοθετήθηκε χωρίς αντιρρήσεις από τους ενδιαφερομένους, η εφαρμογή της, όμως, αποδείχθηκε εξαρχής προβληματική. Όσο διαρκούσε ο πόλεμος, οι δίαυλοι επικοινωνίας και συνεννόησης μεταξύ των αντιπάλων λειτουργούσαν ελάχιστα. Από την πλευρά της Αθήνας συντάχθηκε, την άνοιξη κιόλας του 1949, ένας κατάλογος πέντε χιλιάδων ονομάτων παιδιών για τα όποια είχε κατατεθεί αίτηση επαναπατρισμού από τους οικείους τους. Η αξιοπιστία του καταλόγου αμφισβητήθηκε και τα επιζητούμενα παιδιά δεν βρέθηκαν, παρά την αυξανόμενη διάθεση της Γιουγκοσλαβίας για συνεργασία με τον Ερυθρό Σταυρό και τις ελληνικές αρχές.

Αρκετό καιρό μετά τη λήξη τού πολέμου, τον Σεπτέμβριο τού 1950, ο κατάλογος των προς επαναπατρισμό παιδιών είχε φθάσει τα 9.300. Η αναντιστοιχία, όμως, με τους αριθμούς και με τα ονόματα που διέθεταν οι ανατολικές χώρες είχε μάλλον αυξηθεί. Η πρώτη ερμηνεία του φαινομένου είναι ότι οφειλόταν στο γεγονός πως η ελληνική πλευρά συμπεριλάμβανε στον αριθμό των παιδιών σχεδόν το σύνολο των ανηλίκων, ως τη νόμιμη ηλικία ενηλικίωσης, τα 21 χρόνια. Αυτό πρόσθετε στον αριθμό των παιδιών όλους τους νεαρούς μαχητές τού Δημοκρατικού Στρατού και ιδιαίτερα όσους στρατολογήθηκαν με τη βία. Η συνεννόηση, όπως ήταν επόμενο, δεν μπορούσε να γίνει με αυτούς τους όρους και τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά. Ως το 1952 είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα 538 παιδιά.

Ο τελευταίος αριθμός δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως κριτήριο για το κατά πόσο ο εκπατρισμός έγινε με τη θέληση των γονέων ή όχι. Ούτε, όμως, και οι κατάλογοι της ελληνικής κυβέρνησης μπορούν να χρησιμεύσουν σ’ αυτό το πεδίο. Υπήρχε κάθε λόγος να διογκωθούν οι κατάλογοι αυτοί, έτσι ώστε να δικαιολογείται η προηγούμενη προπαγανδιστική υστερία που έβλεπε «γενοκτονία» και «απειλή αλλοίωσης των χαρακτηριστικών της φυλής». Οπωσδήποτε, όμως, τα προαναφερθέντα αριθμητικά στοιχεία μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι στη μεγάλη τους πλειοψηφία τα «απαχθέντα» παιδιά ανήκαν είτε σε αριστερές οικογένειες είτε σε Σλαβομακεδόνες και η μεταφορά τους στο εξωτερικό έγινε με τη συναίνεση των γονέων.7

 

7. Ας μού επιτραπεί η παράθεση μιας μαρτυρίας, προερχόμενης από τη μητέρα του γράφοντος, που, το 1948, εργαζόταν στη Βασιλική Πρόνοια, στην περιοχή της Ηπείρου, απ’ όπου και καταγόταν και όπου - στο Πωγώνι – η οικογένεια της ήταν γνωστή. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, η κακή επισιτιστική κατάσταση, ο διαρκής κίνδυνος και οι μετακινήσεις των χωρικών προς το άγνωστο (μπορούσε να τους εκτοπίσει ο κυβερνητικός στρατός προς τα κέντρα «συμμοριοπλήκτων» ή να τους περάσουν οι αντάρτες του ΔΣΕ στην Αλβανία) άμβλυναν τις αντιρρήσεις των περισσότερων γονέων στο ζήτημα του αποχωρισμού των παιδιών τους και, μερικές φορές, τα έφερναν οι ίδιοι στα αποσπάσματα του στρατού και της Πρόνοιας που τα συγκέντρωναν. Όσο για τις στρατηγικές των οικογενειών σχετικά με το στρατόπεδο όπου θα παρέδιδαν τα παιδιά, αυτές γνώριζαν όλες τις αποχρώσεις και τους συνδυασμούς. Αρκετές οικογένειες επεδίωκαν μάλιστα να μοιράσουν τα παιδιά, άλλα προς τον Δημοκρατικό Στρατό άλλα προς τους κυβερνητικούς, έτσι ώστε, ό,τι και να συνέβαινε, όποια και να ήταν η μοίρα των γονιών, κάποια από αυτά να μείνουν κοντά τους. Δεν ήταν εύκολοι οι καιροί τότε.

 

 

Πραγματικά, ο συνολικός αριθμός των παιδιών που μεταφέρθηκαν στις ανατολικές χώρες βρισκόταν ανάμεσα στις 25.000 και στις 28.000, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Αριστεράς, του OHE και της κυβέρνησης της Αθήνας. Το ποσοστό δε εκείνων που η παράταξη των νικητών κατάφερε να αποδείξει, διαμέσου των προηγούμενων καταλόγων, ότι βρέθηκαν εκεί παρά τη θέληση των γονιών τους παρέμεινε μικρό, ακόμη και μετά το τέλος του πολέμου.

 

***

 

Από την άλλη πλευρά, ο αριθμός των παιδιών που φιλοξένησε η Βασιλική Πρόνοια και το πλήθος των ιδρυμάτων που συντόνιζε παραμένει επτασφράγιστο μυστικό. Οι σκληροί απολογητές της «σωτήριας» για τα παιδιά βασιλικής πρωτοβουλίας, όπως ο Μανούκας, αναφέρουν τον αριθμό των 20.000 παιδιών. Στο ίδιο επίπεδο των 20.000 ως 25.000 παιδιών κυμάνθηκαν και οι μεταγενέστερες εκτιμήσεις πολιτικών κυρίως, σε επετειακού χαρακτήρα ομιλίες ή παρεμβάσεις τους. Υπήρχε σαφής μέριμνα ο σχετικός αριθμός να είναι πάντοτε μικρότερος του αντίστοιχου της άλλης πλευράς, δηλαδή αυτού των «απαχθέντων» παιδιών.

Οι διαστάσεις του σχετικού μηχανισμού της Βασιλικής Πρόνοιας – χωρίς να υπολογιστούν παράλληλοι μηχανισμοί, όπως αυτός της εκκλησίας και των δικών της Ιδρυμάτων – καθιστά απόλυτα αμφίβολη την αξιοπιστία του εν λόγω αριθμού. Από το 1947 ως το 1950 λειτούργησαν 53 «παιδοπόλεις» και πολλές δεκάδες, ίσως 70 με 80, «παιδικές στέγες» ή αντίστοιχοι χώροι, χωρίς να υπολογιστούν τα ορφανοτροφεία και τα λοιπά ιδρύματα που ήδη υπήρχαν – κυρίως από τα χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής – και επίσης υποδέχθηκαν παιδιά αυτών των κατηγοριών. Μερικές από τις παιδοπόλεις αποτελούσαν πολύ μεγάλα συγκροτήματα. Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς για την προφανή ;ναντιστοιχία ανάμεσα στο μέγεθος και τον αριθμό των εγκαταστάσεων και τον επίσημα προβαλλόμενο αριθμό των ένοικων τους, στην τριετή περίοδο της εντατικής λειτουργίας τους. Μια απλή διαίρεση των δεδομένων θα έδειχνε ότι στα τρία αυτά χρόνια πέρασαν από κάθε «παιδόπολη» μόλις τετρακόσια παιδιά(!), αριθμός μάλλον αστείος σε σχέση με την έκταση των εγκαταστάσεων και των αντίστοιχων επενδύσεων. Οι «παιδοπόλεις» της Πρόνοιας δεν ήταν έρημοι τόποι στη διάρκεια του Εμφυλίου.

Ο προηγούμενος συλλογισμός μας βοηθά να διαπιστώσουμε πόσα δεν ήταν τα παιδιά που κλείστηκαν στα ιδρύματα και τα στρατόπεδα αυτά. Ελάχιστα μας βοηθά να συμπεράνουμε πόσα πραγματικά ήταν. Πολύ πρόχειρα, πολύ επιφανειακά μπορούμε να κάνουμε κάποιες υποθέσεις μόνο, σε αναμονή ανάδειξης αρχειακών υλικών που θα μας οδηγούσαν σε πιο τεκμηριωμενα συμπεράσματα. Αν υπολογίσουμε το δυναμικό των εγκαταστάσεων που δημιουργήθηκαν, τα μέσα που τους διατέθηκαν, τη ρευστότητα στην υποδοχή παιδιών στα τρία αυτά χρόνια – πολλά γύριζαν στις οικογένειες τους ή αφήνονταν λόγω ηλικίας, άλλα έρχονταν περιοδικά, μέχρις ότου σταθεροποιηθεί η οικονομική κατάσταση των οικογενειών τους κλπ. – μπορούμε ακίνδυνα να υποθέσουμε ότι τα παιδιά που γνώρισαν αυτή τη «βασιλική» εκδοχή της συγκέντρωσης ανήλθαν σε πολλές δεκάδες χιλιάδες. Οπωσδήποτε δε ήταν απείρως πολλαπλάσια του επίσημου αριθμού.

Είναι ίσως καιρός να τελειώσει και σε αυτό το πεδίο ο Εμφύλιος και να μάθουμε επιτέλους τις διαστάσεις αυτής της τραγικής πτυχής του.

 

 

Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού εμφύλιου πολέμου, 1946-1949, τόμος 2, Αθήνα: Βιβλιόραμα 2006, σελ. 605-614

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.