ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Στέμμα και σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, τόμος α΄ [4] (Χάγκεν Φλάισερ)

 

 

η επιλογή του Ι. Ράλλη

το ζήτημα των κουτσόβλαχων

 

 

η επιλογή του Ι. Ράλλη

 

Τα συνθήματα για οριστική «αντικατάσταση» του σοσιαλισμού από τον εθνικοσοσιαλισμό δεν επιφέρουν την προσδοκώμενη συρροή εργατών και, στο τέλος του 1942, οι δυνάμεις κατοχής επιλέγουν ένα σοβαρότερο υποψήφιο, τον Ιωάννη Ράλλη, γόνο παλαιάς πολιτικής οικογένειας. Ο Ιω. Ράλλης διαθέτει σημαντικό κύρος, ιδίως στη συντηρητική πτέρυγα του Λαϊκού Κόμματος, αλλά επίσης έχει διασυνδέσεις και με δημοκρατικούς κύκλους. Συνεπώς, φαίνεται πως μπορεί να ενσαρκώσει την παλαιά επιθυμία -ιδιαίτερα των Γερμανών- αναμόρφωσης του δοσίλογου καθεστώτος της Αθήνας ώστε να γίνει πιο αντιπροσωπευτικό και με μεγαλύτερη λαϊκή βάση, πρόβλημα που, κατά ειρωνικό τρόπο, επίσης βασάνιζε τους Βρετανούς όσον αφορούσε την εξόριστη κυβέρνηση.

Ο Ράλλης, στις επαφές με τους πρέσβεις Τσίγκι και Άλτενμπουργκ προθυμοποιείται να διαδεχθεί τον Τσολάκογλου, αλλά με ορισμένους όρους, τους οποίους επιμένει να προβάλει και στις στρατιωτικές διοικήσεις (Τζελόζο/Λαιρ), πράγμα που συντελεί στην παράταση των διαπραγματεύσεων ως τον Νοέμβριο. Αλλά η έκβαση της μάχης του Ελ-Αλαμέιν σε βάρος του Ρόμελ έχει αντίκτυπο και πέραν της Μεσογείου. Έτσι, αν τον προηγούμενο μήνα «συνωστίζονταν [...] ακόμη ευυπόληπτοι πολιτικοί» για να αναλάβουν κάποιο χαρτοφυλάκιο, τώρα αρχίζει να επικρατεί επιφυλακτικότητα. Ο Ράλλης, βέβαια, δεν έχει μεταβάλλει διαθέσεις, αλλά οι όροι του για «ορισμένες ηθικές και υλικές παραχωρήσεις» δεν συζητώνται πλέον από τον κατακτητή, αφού, μετά τις εξελίξεις στην Αφρική, η οποιαδήποτε υποχώρηση δεν θα ερμηνευόταν ως «μεγαλοθυμία» αλλά μάλλον ως ένδειξη αδυναμίας.

Από την άλλη πλευρά, ο Τσολάκογλου θέλει να επωφεληθεί από την κατάσταση ή, το πιθανότερο, να συγκαλύψει τη γενικότερη κούραση του με τον μανδύα της «ηρωικής» αποχώρησης. Στις 12 Νοεμβρίου δηλώνει στον Άλτενμπουργκ ότι αρνείται να χρησιμεύσει «ως νεκροθάπτης της πατρίδος». Συνεπώς, αξιώνει άμεση απομάκρυνση του Γκοτζαμάνη, πλήρη ελευθερία όσον αφορά τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης και την αναδιάρθρωση του διοικητικού μηχανισμού, μείωση των δαπανών κατοχής, αναστολή της βουλγαρικής προπαγάνδας στη Δυτική Μακεδονία, λήψη μέτρων κατά της βουλγαρικής τρομοκρατίας στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, και γενικώς «να σταματήσουν οι αυθαιρεσίες» των δυνάμεων κατοχής. Ωστόσο, τονίζει ότι ακόμα και αν εκπληρώνονταν όλοι αυτοί οι όροι, ο ίδιος μόνο δοκιμαστικώς θα παρέμενε στην εξουσία.

Το απροσδόκητο αυτό τελεσίγραφο ανοίγει τον δρόμο για τον Λογοθετόπουλο που προωθείται ως προσωρινή εναλλακτική λύση. Αυτός στις 17 Νοεμβρίου αναλαμβάνει τα κυβερνητικά καθήκοντα, τυπικά δε στις 2 Δεκεμβρίου, αφού είχε προηγηθεί η παραίτηση του Τσολάκογλου, τελικώς για «λόγους υγείας»... Ο Γκοτζαμάνης παραμένει ο ισχυρός άνδρας. Βέβαια, οι Γερμανοί γνωρίζουν ότι «η νέα αυτή διευθέτηση θεωρείται από το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού ανυπόφορη, γιατί ο Λογοθετόπουλος είναι αδρανής και μη ειδήμονας και ο Γκοτζαμάνης εξουσιάζεται τελείως από τους Ιταλούς, τους οποίους προσπαθεί να προωθήσει προς κάθε κατεύθυνση».

Ο Λογοθετόπουλος, στο πρώτο του διάγγελμα «προς τον ελληνικόν λαόν», καταγγέλλει τον «νόθον αυτόν πατριωτισμόν», τον οποίο προπαγανδίζουν οι «άνθρωποι του σκότους, οι ασυνείδητοι και οι ταραξίαι, οι κομμουνισταί, διά να εξασφαλίσουν εν ονόματι του πατριωτισμού, την προσφιλή δι' αυτούς εικόνα της αναρχίας, της λεηλασίας και της αρπαγής». Μάλιστα, για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση τους, προτείνει την αναδιοργάνωση της διεφθαρμένης αστυνομίας που, όμως, προσκρούει στην αντίδραση των Ιταλών. Ο καθηγητής της γυναικολογίας επιδεικνύει κάποιες ικανότητες στα υπουργεία που σχετίζονται με την επιστήμη του (Παιδείας, Προνοίας και Υγείας), αλλά είναι εντελώς ανεπαρκής για το αξίωμα του πρωθυπουργού. Στο διάστημα της πρωθυπουργίας του, μόνο λιγοστές θετικές ενέργειες κατανέμονται στη δραστηριότητα του: ευκαιριακές διαμαρτυρίες κατά βουλγαρικών αυθαιρεσιών -συγκεκαλυμμένα και κατά ιταλογερμανικών- προσπάθειες για μείωση των δαπανών κατοχής κ.λπ. Ο Λογοθετόπουλος, μετά τον πόλεμο, υποστήριζε ότι η αντικατάσταση του οφειλόταν στην επικριτική του στάση προς τους κατακτητές, στην πραγματικότητα, όμως, εκείνοι, περίπου από τη στιγμή της ορκωμοσίας του, αναζητούσαν αποτελεσματικότερη λύση. Έτσι, ο Τσίγκι επανέρχεται σε παλαιότερη πρόταση του, να ανατεθούν, δηλαδή, οι κυβερνητικές ευθύνες σε έναν Ιταλό ύπατο αρμοστή, λύση την οποία απορρίπτουν ο Λαιρ και ο Άλτενμπουργκ. Ως «τελευταία διέξοδος» μελετάται η περίπτωση να μοιρασθούν την κυβερνητική ευθύνη εκπρόσωποι και των δύο δυνάμεων κατοχής, αλλά ως τότε θα έπρεπε να διατηρηθεί μια ελληνική κυβέρνηση.

Οι Ιταλοί προτείνουν ή να παραμείνει τυπικά ως πρωθυπουργός ο Λογοθετόπουλος και να δοθούν τα ηνία σε μια «πιο ισχυρή προσωπικότητα» (δηλαδή στον Γκοτζαμάνη) ως αντιπρόεδρο και υπουργό των Εξωτερικών ή, καλύτερα, να αναλάβει ο τελευταίος απευθείας τα κυβερνητικά καθήκοντα. Όμως και οι δύο αυτές λύσεις «αποκρούονται δριμύτατα» από τον Άλτενμπουργκ όπως και από τη Στρατιωτική Διοίκηση στη Θεσσαλονίκη, γιατί ο Γκοτζαμάνης αποτελούσε «κόκκινο πανί» για τους Έλληνες. Πράγματι, ολόκληρος ο παράνομος Τύπος επιτίθεται έντονα κατά του «διεφθαρμένου τσανακογλύφτη» των Ιταλών, του «Γκοτζαμάνωφ», όπως τον αποκαλούν, επειδή, εκτός των άλλων, του καταλογίζουν πως σαν «σλαβόσπορος», έτρεφε συμπάθειες προς τους Βούλγαρους και τις εδαφικές τους βλέψεις. Ακόμα και ο Σουηδός πρεσβευτής επιβεβαιώνει ότι ο υπουργός αυτός «είναι αντικείμενο μίσους και απέχθειας περισσότερο» από οποιοδήποτε άλλο δοσίλογο.

Στο τέλος Μαρτίου, εκπρόσωποι και των δύο δυνάμεων κατοχής συναινούν, στη Ρώμη, υπέρ της λύσης Ράλλη, αφού, προσέτι, εκείνος παρείχε στον Άξονα εγγυήσεις για την «πλέον εκτεταμένη υποστήριξη» πολιτική και οικονομική. Στις 4 Απριλίου, έρχονται σε επαφή με τον Ράλλη στον οποίο, σύμφωνα με όσα είχαν προκαθορισθεί, παρέχουν τα ακόλουθα δικαιώματα: ελεύθερη επιλογή υπουργών (με γερμανοϊταλικό δικαίωμα βέτο), μια ανακτορική φρουρά, περιορισμένη αριθμητικά (εύζωνοι), καθώς και το δικαίωμα για τακτικές δηλώσεις μέσω του ραδιοφώνου και του Τύπου, που, όμως, θα υπέκειντο στη γενικότερη λογοκρισία. Μετά τη συναίνεση του Ράλλη, ενημερώνεται ο Λογοθετόπουλος ότι η παραίτηση του πρέπει να υποβληθεί στις 6 Απριλίου. Τελικώς, σε διάστημα μικρότερο των 24 ωρών, ορκίζεται η νέα κυβέρνηση, η οποία περιλαμβάνει ικανότερα στελέχη από την προκάτοχο της, αν και ορισμένα προέρχονται από εκείνη.

Από τα μέλη της αξίζει να αναφερθούν ο βενιζελογενής υπουργός των Εσωτερικών, Αντ. Ταβουλάρης, άνθρωπος της εμπιστοσύνης του δικτάτορα Θ. Πάγκαλου, ο υπουργός Οικονομικών, Έκτωρ Τσιρονίκος, Έλληνας από τη Ρωσία, που σύντομα αναδεικνύεται σε υπερυπουργό στη θέση του Γκοτζαμάνη, καθώς ελέγχει πέντε από τα δώδεκα χαρτοφυλάκια. Επίσης, ο υπουργός Εργασίας, Ν. Καλύβας, παλαιός συνδικαλιστής και σοσιαλιστής, τον οποίο, στις 27-1-1944, μια ομάδα κρούσης της ΟΠΛΑ εκτελεί στον δρόμο ως προδότη. Η πλέον πνευματική προσωπικότητα είναι ο υπουργός Παιδείας, Νικόλαος Λούβαρης, που, ενώ πριν από δύο χρόνια, την τελευταία στιγμή είχε παραιτηθεί της ευθύνης, τώρα, μετά από πιέσεις του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, αποφασίζει να συνεργασθεί. Ως προς τις πολιτικές του πεποιθήσεις, οι γερμανικές υπηρεσίες τον χαρακτηρίζουν μετριοπαθή αριστερό.

Το υπουργικό συμβούλιο αποτελείται συνολικά από πολιτικές προσωπικότητες, όχι βέβαια πρώτου μεγέθους, πράγμα όμως που συντελεί στην «ιδιαίτερη εμπιστοσύνη» την οποία εκδηλώνουν προς τον Ράλλη οι περισσότεροι κομματάρχες. Αυτός, μάλιστα, αναφέρεται στη «συνεννόηση» αυτή σε δημόσιες δηλώσεις και, παρά τις επίμονες ερωτήσεις του παράνομου Τύπου, δεν γίνεται καμιά διάψευση από την πλευρά των πολιτικών. Έτσι, η κατεστημένη πολιτική ηγεσία βυθίζεται εκούσια σε πλήρη σχεδόν απομόνωση από κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ως Αντίσταση. Τις δυσάρεστες συνέπειες αυτής της στάσης θα συναντήσουμε συχνά στο μέλλον.

 

Χάγκεν Φλάισερ Στέμμα και σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, Αθήνα 2009, Το Βήμα βιβλιοθήκη, τ. Α, σ. 373-376

 [πάνω]

 

 

το ζήτημα των κουτσόβλαχων

 

Η κατάσταση, ωστόσο, διαφέρει, στην περίπτωση των Αρομούνων (Κουτσόβλαχοι), που αποτελούν ρωμανική φυλή, απομονωμένη και με νομαδική ζωή, λόγος που απέτρεψε την οριστική της αφομοίωση. Στον Μεσαίωνα ο προσηλυτισμός στην ορθόδοξη θρησκεία τούς υποχρεώνει σε διγλωσσία, αφού «ο Θεός μιλάει ρουμάνικα μόνο όταν μιλάει με τον διάβολο». Εντούτοις, η ελληνική γλώσσα και συνείδηση σύντομα επικρατούν στα ανώτερα στρώματα, οι εκπρόσωποι των οποίων αποκτούν τεράστιες περιουσίες, χάρη στην εμπορική τους δραστηριότητα στα Βαλκάνια. Μεταξύ αυτών, αρκετοί περνούν στην ελληνική Ιστορία ως ευεργέτες, αφού με προσωπικές τους δαπάνες εξωραΐζουν την επαρχιακή Αθήνα του 19ου αιώνα, ανεγείροντας επιβλητικά κτίρια (Στάδιο, Πολυτεχνείο, Ακαδημία κ.ά.). Σχετικά συμπαγείς νησίδες Βλάχων εξακολουθούν να επιβιώνουν στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, ενώ σκόρπια βλαχοχώρια απαντώνται κυρίως στην Πίνδο και στην περιοχή του Ολύμπου.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, το Βουκουρέστι εμφανίζεται ως προστάτης μιας «αλύτρωτης ρουμανικής μειονότητας» που, ωστόσο, δεν αισθάνεται έτσι. Τα κύρια επιχειρήματα είναι φιλολογικά και στηρίζονται σε ομοιότητες της ρουμανικής γλώσσας με το βλάχικο ιδίωμα, αν και αυτό έχει εμπλουτισθεί με στοιχεία ελληνικά, σλαβικά, τουρκικά και αλβανικά. Τελικώς, μετά από διαφορές που είχαν ως επακόλουθο τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων από την πλευρά της Αθήνας το 1905, η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώνεται να παραχωρήσει αυτονομία στη βλάχικη Εκκλησία και εκπαίδευση.

Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ρώμη επεμβαίνει για να βοηθήσει τους «αλύτρωτους Λατίνους αδελφούς». Έτσι, το 1916, οι Ιταλοί, στη διάρκεια της βραχύβιας κατάληψης εδαφών της Δ. Ελλάδας, προπαγανδίζουν τη σύσταση ενός «Πριγκιπάτου της Πίνδου» βοηθούμενοι από τον αυτονομιστή Αλκιβιάδη Διαμαντή.

Μετά το 1922, πολλοί βοσκότοποι των Βλάχων μοιράζονται από το ελληνικό κράτος στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Τούτο έχει ως συνέπεια να μεταναστεύσουν στη Νότια Δοβρουτσά, που τότε ήταν προσαρτημένη στη Ρουμανία, 10.000-30.000 Βλάχοι - οι εκτιμήσεις είναι αντιφατικές. Το 1940, κατά την απογραφή του πληθυσμού, 54.000 άτομα δηλώνουν ως μητρική γλώσσα τα κουτσοβλάχικα. Από τον αριθμό αυτό, το 43%, κυρίως γυναίκες, τα μιλούν στην καθημερινή τους ζωή.

Αλλά ενώ το 1940 οι πρόμαχοι της «Μεγάλης Ρουμανίας» επεδίωκαν απλώς να επαναπατρισθεί και ο τελευταίος «Μακεδονο-ρουμάνος», ώστε να αποτραπεί ο «πλήρης εξελληνισμός» τους, μετά την κατάληψη της Ελλάδας κρίνουν ότι η στιγμή είναι κατάλληλη για «την πραγματοποίηση των «δικαίων αξιώσεων» τους, στο πλαίσιο της «αναδιάταξης στα Βαλκάνια». Τον Απρίλιο του 1941 το Βουκουρέστι προβάλλει εδαφικές αξιώσεις, τις οποίες όμως οι Γερμανοί απορρίπτουν. Ο Άλτενμπουργκ, άλλωστε, έχει έναν επιπλέον λόγο να αντιτάσσεται στην επιθετική «πολιτισμική πολιτική» των Ρουμάνων: προσπαθεί να μην δυσχεράνει ακόμη περισσότερο τη θέση του Τσολάκογλου.

Τα πράγματα είναι δυσκολότερα όσον αφορά τις ιταλικές διαθέσεις. Η «Πέμπτη Φάλαγγα», για την οποία ο Τσιάνο εκαυχάτο τον Οκτώβριο του 1940, αποτελείται εν μέρει από Κουτσόβλαχους. Μερικοί από αυτούς, το 1940/41, πολεμούν στο πλευρό των Ιταλών και προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες ως κατάσκοποι και οδηγοί. Μεταξύ αυτών βρίσκεται ο περιβόητος «πρίγκιπας» Διαμαντής, ο οποίος θέλει να πραγματοποιήσει το παλαιό του όνειρο.

Ο Διαμαντής, έχοντας την ανεπίσημη αλλά δραστήρια υποστήριξη των Ιταλών, διαδίδει τη θεωρία ότι οι «Αρομούνοι» είναι απόγονοι της 5ης Λεγεώνας της αρχαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία στάθμευε στα Βαλκάνια. Στόχος του, λοιπόν, είναι να ανασυσταθεί αυτή η «ένδοξη μονάδα», με τη βοήθεια ορισμένων τυχοδιωκτών και εγκληματιών, τους οποίους δελεάζει με παχυλές υποσχέσεις, ιταλικά όπλα και χρήματα. Οι «λεγεωνάριοι», θέλοντας να πείσουν τους δύσπιστους Γερμανούς παρατηρητές για την αναγκαιότητα της σύστασης ενός βλάχικου κράτους, καταφεύγουν στην τρομοκρατία. Έτσι, η πλειονότητα των Βλάχων, που αισθάνονται Έλληνες, υποβάλλονται σε σκληρούς εκβιασμούς για να υπογράψουν αυτονομιστικά «πρωτόκολλα». Εξοπλισμένες συμμορίες -συχνά μαζί με Ιταλούς καραμπινιέρους- τρομοκρατούν τα χωριά, επιβάλλουν φόρους, λεηλατούν, βιάζουν και σκοτώνουν. Παρά τις πιέσεις, μόνο ένα μικρό ποσοστό του «λατινοβλάχικου στοιχείου» αναγνωρίζει τη νέα σημαία με τη λύκαινα που θηλάζει τα μικρά της...

Το ΕΑΜ, για να αντιμετωπίσει τη «Λεγεώνα» οργανώνει την «Ένωση Ελλήνων Κουτσόβλαχων», ενώ ταυτόχρονα άλλοι πατριώτες συσπειρώνονται στη συντηρητική «Φιλική Εταιρεία». Επίσης, στον τοπικό Τύπο συχνά δημοσιεύονται αντιαυτονομιστικά άρθρα, παρά την υπάρχουσα λογοκρισία.

Ο Τσολάκογλου, αν και βλάχικης καταγωγής, καταπολεμά τα σχέδια του Διαμαντή και των υποβολέων του. Επισκέπτεται την αμφισβητούμενη περιοχή, εκφωνεί λόγους κατά των λεγεωνάριων, διορίζει Βλάχους νομάρχες, με σαφή «ενωτική» αποστολή, όπως τον λοχαγό Θ. Σαράντη, και διαμαρτύρεται στον Άλτενμπουργκ, που δείχνει κάποια κατανόηση. Την ίδια τακτική εφαρμόζει και ο Λογοθετόπουλος, όταν, στις αρχές του 1943, οι Ιταλό προσπαθούν να επιβάλουν στην κυβέρνηση της Αθήνας τον δικηγόρο Ματούση, που είναι η δεύτερη προσωπικότητα των Βλάχων αυτονομιστών. Το σχέδιο ματαιώνεται λόγω των αντιρρήσεων του Άλτενμπουργκ. Πάντως, οι Γερμανοί στρατιωτικοί δεν κρύβουν την απέχθεια τους για τις συμμορίες των λεγεωνάριων, ενώ ο Ιταλοί προστάτες τους βαθμιαία τους εγκαταλείπουν. Από το φθινόπωρο του 1942, μετά την πεισματώδη καταδίωξη από τον ΕΛΑΣ, οι λεγεωνάριοι δεν τολμούν πλέον να εμφανισθούν στα ορεινά χωριά και περιορίζουν τη δραστηριότητα τους στον θεσσαλικό κάμπο ή συμμετέχουν με τους Ιταλούς σε σφαγές, όπως στο Δομένικο και στην Τσαρίτσανη. Ταυτόχρονα, ορισμένοι «Ρουμάνοι βοσκοί» παρέχουν «καλές υπηρεσίες» στα στρατεύματα κατοχής ως πληροφοριοδότες κ.λπ.

Η «ένδοξος» 5η Λεγεώνα διαλύεται οριστικά το καλοκαίρι του 1943. Τα απομεινάρια της κρύβονται στις πόλεις, ενώ ο Ματούσης ακολουθεί το παράδειγμα του Διαμαντή, ο οποίος, ήδη από το 1942, είχε καταφύγει απογοητευμένος στο Βουκουρέστι. Ο τρίτος ισχυρός άνδρας του κινήματος, ο Ραμπουντίκας, θανατώνεται με ρόπαλα και πέτρες από τις εξαγριωμένες γυναίκες ενός χωριού.

Οι Γερμανοί αρχικώς, μετά την ιταλική συνθηκολόγηση, θα επιχειρήσουν να τηρήσουν επιδεικτικά απόσταση από τις μεθόδους των άλλοτε συνεταίρων τους αλλά χωρίς συνέπεια. Έτσι, ενώ οι χειρότεροι λεγεωνάριοι εκτελούνται με την κατηγορία εγκλημάτων σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού, τον χειμώνα του 1943/44, πολλοί από τους διασωθέντες συγκεντρώνονται, υπό τη γερμανική αιγίδα, στον ΕΑΣΑΔ, «Εθνικό Αγροτικό Σύνδεσμο Αντικομμουνιστικής Δράσεως».

 

Χάγκεν Φλάισερ Στέμμα και σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, Αθήνα 2009, Το Βήμα βιβλιοθήκη, τ. Α, σ. 377-380

 [πάνω]

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.