ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Χρήστος Χατζηιωσήφ, Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η απειλή των «άκρων»: Το ατελέσφορο των ιστορικών «αναλογιών».

Το προπατορικό αμάρτημα της Βαϊμάρης

Θα ξεκινούσα κατ' αρχάς από το ερώτημα γιατί μιλάμε για Δημοκρατία της Βαϊμάρης και όχι για Πρώτη Γερμανική Δημοκρατία ή για Δημοκρατία του Βερολίνου. Γιατί δηλαδή η συντακτική εθνοσυνέλευση συνεδρίασε στριμωγμένη στο θέατρο της Βαϊμάρης και όχι στο Ράιχσταγκ στο Βερολίνο; Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση αποκαλύπτει τις εσωτερικές αντιφάσεις και τους εγγενείς περιορισμούς της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η εθνοσυνέλευση δεν επέλεξε να συνεδριάσει στη Βαϊμάρη γιατί ήθελε να εμπνευστεί από το πνεύμα του Σίλερ και του Γκαίτε, αλλά για να είναι μακριά από τις επιρροές του Βερολίνου, δηλαδή από αυτές των ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων που κατοικούσαν σε αυτή τη μητρόπολη. Το Βερολίνο, εκτός από διοικητικό και πνευματικό κέντρο ήταν και μια μεγάλη βιομηχανική πόλη με έναν εξαιρετικά δραστήριο πολιτικά εργατικό πληθυσμό. Όπως όλες σχεδόν οι γερμανικές πόλεις είχε γνωρίσει μια θεαματική αύξηση του αριθμού των κατοίκων του κατά τα προηγούμενα 50 χρόνια, με την εισροή από την ύπαιθρο πληθυσμού που βρήκε απασχόληση στη βιομηχανία. Οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές τάξεις του αστικού χώρου ήταν ιδιαίτερα έντονες και οι κοινωνικές αντιθέσεις οξύνθηκαν στη διάρκεια του πολέμου, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των κατοίκων της πρωτεύουσας, και ιδιαίτερα οι εργάτες, να είναι πρόθυμο να αμφισβητήσει βασικά αξιώματα του κρατούντος κοινωνικού συστήματος. Η κατάλυση του αυτοκρατορικού καθεστώτος το Νοέμβριο του 1918 είχε γεννήσει σε μεγάλο μέρος του προλεταριάτου της πρωτεύουσας προσδοκίες για ριζικές κοινωνικές αλλαγές -όπως για κοινωνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν σε στρατηγικούς κλάδους-, τις οποίες το ελεγχόμενο από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα προσωρινό κυβερνητικό συμβούλιο δεν είχε καμία διάθεση να ικανοποιήσει. Αντίθετα, προετοιμαζόταν να συγκρουστεί με τα πιο επαναστατικά στοιχεία της γερμανικής κοινωνίας, συγκεντρώνοντας γι’ αυτό το σκοπό γύρω από την πρωτεύουσα στρατιωτικές μονάδες παραστρατιωτικά σώματα που επανδρώνονταν από διάφορες ομάδες αποστράτων, οι οποίοι διατυμπάνιζαν την περιφρόνησή τους για τη δημοκρατία.

Η αφορμή που περίμενε η μεταβατική κυβέρνηση δόθηκε με  τις κατά το μάλλον ή ήττον αυθόρμητες κινητοποιήσεις που άρχισαν στις 5 Ιανουαρίου 1919 και εξελίχθηκαν σε επιθέσεις και καταλήψεις των κτιρίων που στέγαζαν τις εφημερίδες και τις οργανώσεις του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Οι επιθέσεις αυτές έδειχναν την αποξένωση που είχε επέλθει ανάμεσα στο κομμάτι της πλειοψηφίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) και σε μεγάλο μέρος των εργατών του Βερολίνου, για τους οποίους οι Σοσιαλδημοκράτες αποτελούσαν μέρος του άρχοντος κοινωνικού συγκροτήματος. Στη συγκεκριμένη φάση της πάλης για την εξουσία οι καταλήψεις αυτές δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, αν υποτεθεί ότι είχαν τέτοιο στόχο, καθώς δεν απέφεραν τον έλεγχο κανενός μοχλού της κυβερνητικής μηχανής. Το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (USPD) και το νεοϊδρυθέν -την 1η Ιανουαρίου- Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD) έσπευσαν εκ των υστέρων να υιοθετήσουν την εξέγερση, χωρίς όμως να είναι σε θέση να της προσφέρουν ούτε την οργάνωση ούτε την πολιτική προοπτική που της έλειπαν.

Η καταστολή που ακολούθησε τα γεγονότα αυτά, που αναφέρονται συχνά και αποπροσανατολιστικά ως «εξέγερση των Σπαρτακιστών», ήταν αμείλικτη. Τουλάχιστον 150 πολίτες σκοτώθηκαν ή εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από το στρατό και τους παραστρατιωτικούς στη διάρκεια της εβδομάδας που διήρκεσε η καταστολή. Στα θύματα συγκαταλέγονταν και οι ηγέτες της πρώην ομάδας Σπάρτακος και τότε του KPD, Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ, οι οποίοι συνελήφθηκαν μετά την καταστολή της εξέγερσης και δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ από τους στρατιωτικούς. Μέσα σε αυτό το εμφυλιοπολεμικό κλίμα διεξήχθησαν στις 19 Ιανουαρίου 1919 οι εκλογές για τη συντακτική εθνοσυνέλευση, η οποία άρχισε τις εργασίες της στη Βαϊμάρη στις 6 Φεβρουαρίου.

Η σύγκρουση αυτή αποτέλεσε το προπατορικό αμάρτημα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, γιατί προσδιόρισε τις πολιτικές αντιπαλότητες κατά τα επόμενα χρόνια και διέγραψε το εύρος των δυνατών πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών που θα μπορούσαν να συμπηχθούν. Στην ερμηνευτική στρατηγική που αντιπαραθέτει τα «άκρα» στους «μετριοπαθείς» και αποδίδει στα πρώτα την ευθύνη για την κατάλυση της δημοκρατίας, η «εξέγερση των Σπαρτακιστών» και η καταστολή της αξιολογούνται ως εξής: «Η βερολινέζικη εξέγερση του Ιανουαρίου ήταν αναμφισβήτητα η απόπειρα πραξικοπήματος μιας ακραίας μειοψηφίας. Αν δεν είχε κατασταλεί, ο εμφύλιος θα είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη Γερμανία, προκαλώντας την επέμβαση των συμμάχων. Εντούτοις, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τις ακρότητες των αντιποίνων που έκαναν αβυσσαλέο το χάσμα μεταξύ των μετριοπαθών και ριζοσπαστικών δυνάμεων του εργατικού κινήματος. Οι Σοσιαλδημοκράτες της Πλειοψηφίας είχαν χρησιμοποιήσει περισσότερο από όσο πραγματικά χρειαζόταν τα Freikorps, πολλοί από τους άνδρες των οποίων ήταν έτοιμοι για εμφύλιο όσο και οι κομμουνιστές».

Στο απόσπασμα αυτό από τη μετάφραση του κεφαλαίου από το βιβλίο του Βίνκλερ είναι εμφανές, ανάμεσα σε άλλες λογικές αντιφάσεις, το παράδοξο οι «μετριοπαθείς» να καταφεύγουν σε «ακρότητες». Με τον τρόπο αυτό διευκρινίζεται η ασαφής έννοια των «μετριοπαθών», και κατ' αντιδιαστολή και των «άκρων», που χρησιμοποιούνται στο βιβλίο και στη σύγχρονη πολιτική συζήτηση. «Μετριοπαθής» στο εννοιολογικό αυτό σύστημα δεν είναι όποιος αντιμετωπίζει με φροντίδα εξισορρόπησης τα αντιτιθέμενα κοινωνικά συμφέροντα και προσπαθεί να συνθέσει αποκλίνουσες προοπτικές, ούτε αυτός που αποφεύγει τη χρήση βίας στην επίλυση των πολιτικών διαφορών. «Μετριοπαθής» είναι όποιος σέβεται παγιωμένες καταστάσεις στη σφαίρα της ιδιοκτησίας και της εξουσίας, ακόμα και αν η υπεράσπιση τους συνεπάγεται τη χρήση βίας.

Η ένοπλη βία χρησιμοποιήθηκε εκ νέου λίγους μήνες αργότερα, το Μάρτιο του 1919, εναντίον των απεργών εργατών του Βερολίνου, θερίζοντας περίπου χίλιους από αυτούς, την ίδια στιγμή που η εθνοσυνέλευση συζητούσε στη Βαϊμάρη το δημοκρατικό σύνταγμα.

Η «μετριοπάθεια» μπορεί να εκτιμηθεί στην πραγματική της έκταση και σημασία, αν συγκριθεί με τη στάση της κυβέρνησης και των κομμάτων που τη στήριζαν απέναντι στο στρατιωτικό πραξικόπημα στο οποίο προχώρησαν ένα χρόνο αργότερα, στις 13 Μαρτίου 1920, στρατιωτικές μονάδες και παραστρατιωτικοί, καταλαμβάνοντας τα κυβερνητικά κτίρια στο Βερολίνο, με πρόθεση να καταλύσουν τη δημοκρατία (Kapp-Putsch). Ειδοποιημένη για την επικείμενη έκρηξη του κινήματος η κυβέρνηση είχε προλάβει να διαφύγει στη Δρέσδη και από εκεί στη Στουτγάρδη, αναζητώντας την προστασία πιστών στρατιωτικών μονάδων. Η ηγεσία του στρατού στο Βερολίνο αρνήθηκε να καταστείλει το κίνημα, δηλώνοντας ότι «ο στρατός (Reichswehr) δεν πυροβολεί εναντίον του στρατού». Το πραξικόπημα προσέκρουσε τελικά στη μαζική αντίδραση των εργαζομένων, που κήρυξαν γενική απεργία σε όλη τη χώρα και στην οποία τελικά συμμετείχαν στο πλευρό των σοσιαλδημοκρατών εργατών και οι κομμουνιστές, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις της ηγεσίας του KPD.

Έπειτα από λίγες μέρες, οι κινηματίες, που αποδείχθηκε ότι είχαν το επίπεδο πρωταγωνιστών αιματηρής οπερέτας, αποχώρησαν από τα κυβερνητικά κτίρια του Βερολίνου, αφού πρώτα άνοιξαν πυρ εναντίον των αμάχων, σκοτώνοντας αρκετούς από αυτούς, και οι αρχηγοί τους διέφυγαν στο εξωτερικό. Η συμβολή της νόμιμης κυβέρνησης στην αποτυχία του πραξικοπήματος συνίστατο στη δημοσίευση μιας προκήρυξης που καλούσε σε γενική απεργία, αν και ο Σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος Έμπερτ και οι κυριότεροι υπουργοί έσπευσαν τι αμέσως επόμενες μέρες να αποκηρύξουν την υπογραφή τους υπό την πίεση των «πιστών» στη δημοκρατία στρατιωτικών Ορισμένοι μάλιστα από τους «μετριοπαθείς» της Βαϊμάρης όπως ο Στρέζεμαν και το Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα (DVP απέφυγαν να καταδικάσουν το πραξικόπημα και είχαν προλάβει να έρθουν σε επαφή με τους πρωτεργάτες του.

Μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος του Καπ η κυβέρνηση δεν προχώρησε στην τιμωρία όσων συμμετείχα στο κίνημα. Ούτε όμως ανταποκρίθηκε στη συσπείρωση της αριστεράς και των συνδικάτων που έφεραν το κύριο βάρος της αντίστασης στους κινηματίες, αλλά τήρησε αναβλητική στάση απέναντι στα θεσμικά τους αιτήματα και ιδίως απέναντι σ εκείνο για την κοινωνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων. Το αίτημα αυτό υποβαλλόταν με επανειλημμένα υπομνήματα από διαδοχικές επιτροπές συνδικαλιστών από το Νοέμβρη του 1918 και ανανεώθηκε μετά την καταστολή του πραξικοπήματος του Καπ. Από την πολιτική πίεση της αριστεράς η κυβέρνηση των «μετριοπαθών» απελευθερώθηκε πάλι με τη βία, αυτή τη φορά εναντίον των εργατών του Ρουρ που είχαν εξεγερθεί για να υπερασπιστούν τη δημοκρατία από τους παραστρατιωτικούς, καθώς και τις δικές τους αντιλήψεις για κοινωνική δικαιοσύνη.

Στην αρχή του καθεστώτος της Βαϊμάρης μια κοινοβουλευτική επιτροπή είχε προτείνει την εθνικοποίηση των ανθρακωρυχείων. Η κυβέρνηση δεν τόλμησε να προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση· ως λόγος της άρνησης αναφέρεται αορίστως στη βιβλιογραφία ότι θα αντιδρούσαν οι Σύμμαχοι. Εδώ έχουμε «μετριοπάθεια» με την έννοια του σεβασμού της υπάρχουσας κατάστασης και των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας, δεν έχουμε όμως «μετριοπάθεια» με την έννοια της αποχής από τη βία. Όταν η δυσαρέσκεια προς την κυβερνητική πολιτική, μαζί με μισθολογικές διεκδικήσεις, οδήγησαν τον Απρίλιο του 1919 τους ανθρακωρύχους του Ρουρ σε απεργία, η «μετριοπαθής» κυβέρνηση έστειλε το στρατό και τους παραστρατιωτικούς να την καταπνίξουν. Το Μάρτιο του 1920 το κίνημα των εργατών αναζωπυρώθηκε, σε αντίδραση στο στρατιωτικό πραξικόπημα του Καπ. Τρεις στους τέσσερις εργάτες του Ρουρ, συνολικά κάπου 330.000, προχώρησαν σε γενική απεργία και ένοπλες πολιτοφυλακές ανέλαβαν τον έλεγχο των πόλεων και των μεγάλων επιχειρήσεων. Η πολιτική τοποθέτηση των απεργών κάλυπτε όλο το φάσμα των οργανώσεων στα αριστερά του SPD. Μετά από σύντομες διαπραγματεύσεις η κυβέρνηση των «μετριοπαθών» κομμάτων έστειλε εναντίον τους το στρατό και τα παραστρατιωτικά σώματα που δύο βδομάδες νωρίτερα είχαν αποπειραθεί να την ανατρέψουν. Ο ιστορικός Χανς-Ούλριχ Βέλερ δικαιολογεί αυτή τη σύμπραξη θεωρώντας ότι η κυβέρνηση δεν είχε άλλη επιλογή προκειμένου να υπερασπιστεί το κυβερνητικό «μονοπώλιο της βίας» και ότι δεν μπορούσε να αφήσει να μετατραπεί η βιομηχανική καρδιά της Γερμανίας σε ένα πεδίο κοινωνικών «πειρατισμών». Αυτή η αποδοχή δεν τον εμποδίζει να διαπιστώσει ότι «εντούτοις, ο τοπικός εμφύλιος πόλεμος κατέληξε σε πανωλεθρία: έσπρωξε τους αριστερούς εργάτες σε ένα πολιτικό γκέτο, ενώ στην κυβέρνηση του Ράιχ υπό τον πρώην συνδικαλιστή Μπάουερ κόλλησε η ρετσινιά ότι συμμάχησε με εκείνες ακριβώς τις στρατιωτικές δυνάμεις που πριν από λίγο είχαν αρνηθεί να αντιμετωπίσουν το πραξικόπημα του Καπ και μάλιστα ήθελαν να το υποστηρίξουν, και οι οποίες αμέσως μετά απέσπασαν βαρύ φόρο αίματος από την εργατιά του Ρουρ». Υπολογίζεται ότι το Μάρτιο - Απρίλιο του 1920 υπήρξαν ανάμεσα στους πολίτες του Ρουρ πάνω από 1.000 νεκροί και πολλοί τραυματίες. 50 τουλάχιστον από τα θύματα προέκυψαν από τις αποφάσεις κινητών στρατοδικείων, τα οποία δίκαζαν και εκτελούσαν επί τόπου όσους συλλαμβάνονταν με την υποψία ότι συμμετείχαν στις συγκρούσεις. Ο στρατός, η αστυνομία και οι παραστρατιωτικοί μέτρησαν κάπου 240 νεκρούς.

Οι εξελίξεις αυτές αντιμετωπίζονται με πολύ διαφορετικό τρόπο από τον υποστηρικτή της θεωρίας της αντίθεσης «μετριοπαθών» και «άκρων» Χάινριχ Βίνκλερ. Ό,τι στον Βέλερ υπήρξε αποτέλεσμα αναγκαιότητας, στον Βίνκλερ παρουσιάζεται περίπου σαν ευκαιρία. «Το οριστικό τέλος στο πραξικόπημα του Kapp-Luettwitz ωστόσο, δεν το έδωσαν οι ανασχηματισμοί των κυβερνήσεων του Ράιχ, της Πρωσίας και της Βαυαρίας, αλλά η καταστολή της εξέγερσης του Ρουρ». Ο Βίνκλερ αφήνει να εννοηθεί ότι η κυβέρνηση έστρεψε τα τμήματα που μόλις είχαν αποτύχει να την ανατρέψουν, επειδή προσέκρουσαν στην καθολική εργατική αντίδραση, εναντίον των εργατών που υπερασπίστηκαν τη δημοκρατία και τώρα πρόβαλλαν τις απαράδεκτες για το κατεστημένο κοινωνικές τους απαιτήσεις. Η συμφιλίωση της κυβέρνησης των «μετριοπαθών» με τους αντιδημοκρατικούς πραξικοπηματίες πραγματοποιήθηκε στην πλάτη των αριστερών εργατών, που χαρακτηρίζονται στο κείμενο «ακραίες ομάδες», «αναρχικοί» και εντός εισαγωγικών «αριστεροί κομμουνιστές» οι οποίοι δρούσαν στην «άγρια Δύση» του Ρουρ. «Η Reichswehr και τα Freikorps ήθελαν πάση θυσία να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με την άκρα Αριστερά». Στο κείμενο δεν διευκρινίζεται αν η Ράιχσβερ και τα Freikorps ανήκαν στα «άκρα» η στους «μετριοπαθείς». Απλώς επισημαίνεται ότι «ανάμεσα στις δυνάμεις που συντάχθηκαν στο πλευρό της κυβέρνησης ήταν και αρκετές ομάδες που πριν από λίγο καιρό είχαν υποστηρίξει το πραξικόπημα Kapp-Luettwitz».

Οι παραστρατιωτικές ομάδες ευθύνονταν και για μια σειρά από μεμονωμένες πολιτικές δολοφονίες, των οποίων έπεσαν θύματα αρχηγοί κομμάτων, υπουργοί, συνδικαλιστές, δημοσιογράφοι κ.ά. Μέχρι το 1924 είχαν καταμετρηθεί πάνω από 400 πολιτικές δολοφονίες, η πλειονότητα των οποίων δεν διαλευκάνθηκε ή οι δράστες τους δεν καταδικάστηκαν ποτέ λόγω της ολιγωρίας της αστυνομίας και των δικαστηρίων. Αντίθετα, τα δικαστήρια τιμώρησαν αυστηρά τους αριστερούς δράστες 22 πολιτικών δολοφονιών που διαπράχθηκαν την ίδια περίοδο, με 10 καταδίκες σε θάνατο και μακροχρόνιες ποινές κάθειρξης.

 

Χρήστος Χατζηιωσήφ, Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η απειλή των «άκρων»: Το ατελέσφορο των ιστορικών «αναλογιών». Στο Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και οι σημερινές «αναβιώσεις» της, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς – Η Αυγή, 2012, σ. 17-26

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.