ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Η Μακεδονία τον 19ον και τον 20ον αιώνα

 Ευάγγελος Κωφός

 

Η προσπάθεια ταξινόμησης των χριστιανών της Μακεδονίας σύμφωνα με τον εθνικό τους προσανατολισμό ήταν δυσχερέστατο έργο. Παρά την ποικιλία των ομιλούμενων γλωσσών και διαλέκτων, η θρησκεία εξακολούθησε, και μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, να θεωρείται ο παράγοντας εκείνος που κατά κύριο λόγο καθόριζε την ταυτότητα. Μεγάλο τμήμα του χριστιανικού αγροτικού πληθυσμού της Μακεδονίας ήταν πιστό στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, θρησκευτικό θεσμό ο όποιος, παρά τον οικουμενικό του χαρακτήρα και το ρόλο του ως θεσμού του οθωμανικού κράτους, δεν είχε πάψει να αποτελεί φορέα της ελληνικής γλώσσας και των ελληνοβυζαντινών παραδόσεων. Η προσήλωση αυτή έδινε την εντύπωση ότι και μη ελληνόφωνες ομάδες —σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι και αλβανόφωνοι— ήταν δυνατόν να προσδιοριστούν αυτομάτως ως Έλληνες. Έτσι, όταν οι θεσμοί του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (πρόξενοι, σχολεία, στρατός) ανέλαβαν την πρωτοβουλία να διαδώσουν την ελληνική εθνική ιδεολογία στους ελληνόφωνους και μη κατοίκους της Μακεδονίας, βρήκαν γόνιμο έδαφος, που είχε καλλιεργηθεί από τους θεσμούς τής Εκκλησίας. Άλλος ένας θετικός παράγοντας ήταν η ζωηρή ανάμνηση της σχετικά πρόσφατης συμμετοχής των πολυγλωσσιών χριστιανικών κοινοτήτων της Μακεδονίας στον ελληνικό Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Η ανάμειξη τους στην ελληνική απελευθερωτική κίνηση —τόσο στον Αγώνα τής Ανεξαρτησίας όσο και μεταγενέστερα, σε μυστικές επαναστατικές προπαρασκευαστικές ενέργειες άλλα και εξεγέρσεις των Ελλήνων (1839-40, 1856, 1868 και 1878)— είχε ενισχύσει την αλληλεγγύη των πολύγλωσσων κοινοτήτων της Μακεδονίας με τους στόχους της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας.

Στο μεταξύ, στο ελληνικό βασίλειο, όπου ο εθνικισμός και η αόριστα διατυπωμένη Μεγάλη Ιδέα πήραν διαστάσεις μαζικής ψύχωσης, οι εθνολογικές ιδιαιτερότητες της Μακεδονίας απλουστευτικά αποτιμήθηκαν με όρους θρησκευτικής τοποθέτησης και ενεργού συμμετοχής στους ελληνικούς απελευθερωτικούς αγώνες. Έτσι, όλοι σχεδόν οι χριστιανικοί πληθυσμοί κατατάχθηκαν σε μια ευρύτατα προσδιορισμένη πολύγλωσση ελληνική εθνότητα. Αν και υπήρχαν βάσιμοι λόγοι για μια τέτοια κατάταξη στις νότιες μακεδονικές περιοχές και τα αστικά κέντρα, ή μεταξύ ορισμένων γλωσσικών ομάδων (των Βλάχων κυρίως), στα ενδότερα, και ιδίως στα κατεξοχήν σλαβικό βόρειο τμήμα τής Μακεδονίας, η διείσδυση της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας στάθηκε μια αργή και αβέβαιη διαδικασία.

Από τη δεκαετία του 1860 πάντως, νέες επιρροές, που αντιστρατεύονταν τις ελληνικές βλέψεις, άρχισαν να σαρώνουν την επαρχία. Κατ' αρχάς, οι μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (Τανζιμάτ) έδωσαν και σε άλλες εθνοτικές ομάδες την ευκαιρία να προβάλουν την ιδιαιτερότητα τους• ομάδες που δεν αρκούνταν κατ' ανάγκην στην εκπροσώπηση τους από τους θεσμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στη μακεδονική ύπαιθρο, από αντίδραση σε οικονομικές και κοινωνικές αδικίες, σημαντικές μάζες σλαβόφωνων αγροτών στράφηκαν εναντίον όχι των εκπροσώπων τής οθωμανικής διοίκησης αλλά, κατά καιρούς, και εναντίον του ανώτερου κλήρου. Με δεδομένο ότι στις περισσότερες εκκλησιαστικές περιφέρειες της Μακεδονίας οι αρχιερείς ήταν συνήθως Έλληνες, οι κοινωνικές αντιθέσεις έλαβαν και εθνικό περιεχόμενο. Χωρίς αμφιβολία, η τάση αυτή, πιο έντονη στις βουλγαρικές επαρχίες και από τις δύο πλευρές τής οροσειράς του Αίμου, διαπέρασε βαθμιαία την κατεξοχήν σλαβική βόρεια ζώνη της Μακεδονίας. Στην εξέλιξη αυτή βοήθησε η στροφή της ρωσικής πολιτικής μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, η οποία πρόσφερε προστασία όχι πλέον γενικά στους ορθόδοξους χριστιανούς αλλά στους Σλάβους χριστιανούς.

Όταν στη δεκαετία του 1860 ξέσπασε η ελληνοβουλγαρική εκκλησιαστική διαμάχη που οδήγησε στην ίδρυση της βουλγαρικής εθνικής εκκλησίας το 1870, στις μεικτές περιοχές της Μακεδονίας εξελίχτηκε σε εθνική αντιπαράθεση μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων. Εδώ η αντιπαράθεση, παρά τη σκληρότητα με την οποία εκδηλώθηκε σε ορισμένα μέρη, υπήρξε και πάλι αργή διαδικασία. Χρειάστηκε διάστημα μιας σχεδόν γενιάς για να διαδοθεί η βουλγαρική εθνική ιδεολογία στη βόρεια και κεντρική ζώνη τής Μακεδονίας, πάνω από προϋπάρχοντα στρώματα εκκλησιαστικών δεσμών, γλώσσας και αναφομοίωτων εθνικών ιδεολογιών.

 

Ευάγγελος Κωφός, «Η Μακεδονία τον 19ον και τον 20ον αιώνα», στο Βερέμης Θάνος (επιμ.) Εθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη νεότερη Ελλάδα, Αθήνα, 2003, ΜΙΕΤ, σελ. 202-204

 

 

 

Η πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα στη Μακεδονία υπήρξε περίοδος δοκιμασίας για τις συγκρουόμενες εθνικές ιδεολογίες του 19ου αιώνα. Το επίκεντρο μετατοπίστηκε από τους πολιτικούς, πολιτισμικούς και θρησκευτικούς ανταγωνισμούς στις ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των αντιπάλων εθνοτήτων (Έλληνες εναντίον Βουλγάρων, Βούλγαροι εναντίον Σέρβων, ρουμανόφιλοι Βλάχοι εναντίον Ελλήνων). Ο πενταετής Μακεδονικός Αγώνας (1903-8), όσο κι αν υπονόμευσε την οθωμανική εξουσία στη Μακεδονία, υπήρξε κατεξοχήν αδελφοκτόνος αγώνας μεταξύ των υπόδουλων Βαλκάνιων χριστιανών. Μέσα σε συνθήκες άμετρης βίας, η φυσική επιβίωση έλαβε προτεραιότητα έναντι της εθνικής ιδεολογίας, Ιδίως στην εθνολογικά μεικτή κεντρική ζώνη. Υπό την απειλή επικείμενης εξόντωσης από αντίπαλα ένοπλα σώματα, ολόκληρα χωριά έσπευδαν να αλλάξουν την τοποθέτηση που είχαν αποκτήσει προηγουμένως μετά από δεκαετίες επίπονων προσπαθειών. Η μακρά, εργώδης διαδικασία οικοδόμησης έθνους παραχώρησε τη θέση της στην επίδειξη ένοπλης ισχύος, που αποδείχτηκε πολύ πιο αποτελεσματική μέθοδος για την εξυπηρέτηση των ελληνικών, βουλγαρικών και σερβικών αναγκών συγκρότησης κράτους. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13 οδήγησαν στην εκδίωξη των Τούρκων από τη Μακεδονία και επιβεβαίωσαν την υπεροχή των όπλων απέναντι σε ιδεολογικές μεθόδους προσηλυτισμού.

Η Ελλάδα προσάρτησε κάτι παραπάνω από το 50% του μακεδονικού χώρου, που περιλάμβανε τη νότια και σημαντικό μέρος της κεντρικής ζώνης. Η έκταση αυτή χονδρικά αντιστοιχούσε στο έδαφος της αρχαίας Μακεδονίας. Κατά συνέπεια, οι Έλληνες ήταν σε θέση να εμφανίζονται όχι μόνο ως νόμιμοι κληρονόμοι της κληρονομιάς και του ονόματος των αρχαίων Μακεδόνων, αλλά και ως νόμιμοι κάτοχοι της αρχαίας γης τους (έκτος από μία στενή ζώνη στα βόρεια των νέων ελληνοσερβικών και ελληνοβουλγαρικών συνόρων). Οι ελληνικές εδαφικές βλέψεις στη Μακεδονία είχαν λοιπόν ικανοποιηθεί σχεδόν στο σύνολο τους, ενώ οι πεποιθήσεις πού σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα είχαν διαμορφώσει την ελληνική ταυτότητα στη Μακεδονία φάνηκαν να έχουν δικαιωθεί.

Δεν συνέβη το ίδιο και στην περίπτωση των Βουλγάρων. Το βόρειο, κατεξοχήν σλαβικό, τμήμα της Μακεδονίας διχοτομήθηκε μεταξύ των Σλάβων ανταγωνιστών, της Σερβίας και της Βουλγαρίας, σε μία αναλογία τέσσερα προς ένα, δηλαδή αντιστρόφως ανάλογα προς την πραγματική εθνολογική δύναμη των δύο πλευρών. Οι βουλγαρικές διεκδικήσεις στο σύνολο τής Μακεδονίας είχαν δεχτεί συντριπτικό πλήγμα από την ήττα του βουλγάρικου στρατού κατά τον Β' Βαλκανικό Πόλεμο (1913). Η πικρία για την απώλεια της πολυπόθητης επαρχίας έγινε πιο έντονη λόγω του ακρωτηριασμού της «νοερής» ιστορικής κληρονομιάς των Βουλγάρων. Όχι μόνον είχαν αποτύχει να αναβιώσουν τη μεσαιωνική βουλγαρική αυτοκρατορία, αλλά είχαν υποχρεωθεί να ανεχτούν την κυριαρχία του σέρβικου στέμματος πάνω στην παλιά πρωτεύουσα του Σαμουήλ, την Αχρίδα.

 

Ευάγγελος Κωφός, «Η Μακεδονία τον 19ον και τον 20ον αιώνα», στο Βερέμης Θάνος (επιμ.) Εθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη νεότερη Ελλάδα, Αθήνα, 2003, ΜΙΕΤ, σελ. 220-222

 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.