ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

[Γλώσσα και έθνος]

 

Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, κάτω από αυτές τις συνθήκες, αναπτύχθηκε μια έμμονη προσήλωση στη δόξα του παρελθόντος. Η προγονοπληξία υπήρξε χαρακτηριστικό στοιχείο της πολιτισμικής ζωής της χώρας και προκάλεσε το «γλωσσικό ζήτημα», την ατέρμονη και, ορισμένες φορές, βίαιη διαμάχη σχετικά με τον βαθμό στον οποίο η γλώσσα που μιλούσε ο λαός έπρεπε να «καθαρθεί», ώστε να προσεγγίσει περισσότερο τον υποτιθέμενο ιδανικό γλωσσικό τύπο των αρχαίων ελληνικών. Γενιές μαθητών αναγκάστηκαν να παλέψουν με την περίπλοκη μορφολογία της καθαρεύουσας, της «καθαρμένης» μορφής της γλώσσας. Μόλις το 1976 καθιερώθηκε η δημοτική, η καθομιλουμένη, ως επίσημη γλώσσα του κράτους και της εκπαίδευσης. Ωστόσο, ένα από τα αποτελέσματα αυτής της αλλαγής είναι ότι η νέα γενιά των Ελλήνων δυσκολεύεται να διαβάσει βιβλία γραμμένα στην καθαρεύουσα, τα οποία αποτελούν ίσως και το 90% της συνολικής μη λογοτεχνικής εκδοτικής παραγωγής του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

Οι πρώτοι Έλληνες εθνικιστές αντλούσαν την έμπνευση τους αποκλειστικά από το κλασικό παρελθόν. Όταν, στη δεκαετία του 1830, ο Αυστριακός ιστορικός J.P. Fallmerayer αμφισβήτησε μια από τις θεμελιώδεις αρχές του σύγχρονου ελληνικού εθνικισμού, ότι δηλαδή οι σύγχρονοι Έλληνες είναι άμεσοι απόγονοι των αρχαίων, προκάλεσε την οργή των διανοουμένων του νεοσύστατου κράτους. Ο πρώτος Αμερικανός πρέσβης στην ανεξάρτητη Ελλάδα, ο Charles Tuckerman, ένας οξυδερκής παρατηρητής της ελληνικής κοινωνίας στα μέσα του 19ου αιώνα, παρατήρησε ότι ο ευκολότερος τρόπος να προκαλέσει κανείς αποπληξία στους Αθηναίους καθηγητές ήταν να αναφέρει το όνομα του Fallmerayer. Τέτοιες αντιλήψεις συνοδεύονταν αντίστοιχα και από μια περιφρόνηση για το μεσαιωνικό βυζαντινό παρελθόν της Ελλάδας. Ο Αδαμάντιος Κοραής, για παράδειγμα, η πιο εξέχουσα μορφή της προεπαναστατικής πνευματικής αναγέννησης, περιφρονούσε τον παπαδοκρατούμενο σκοταδισμό του Βυζαντίου, όπως τον αποκαλούσε ο ίδιος. Μάλιστα, είπε κάποτε ότι μόνο μια σελίδα αν διάβαζε από κάποιον Βυζαντινό συγγραφέα, αυτή ήταν αρκετή για να του προκαλέσει αρθρίτιδα.

Μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διατύπωσε μια ερμηνεία της ελληνικής ιστορίας η οποία συνέδεε την αρχαία, τη μεσαιωνική και τη νεότερη περίοδο σε ένα αδιάλειπτο συνεχές. Από τότε το κύριο ρεύμα της ελληνικής ιστοριογραφίας επικέντρωσε το ενδιαφέρον του σε αυτή τη συνέχεια. Μέχρι τα τέλη του αιώνα, η εκ νέου ανακάλυψη και αποκατάσταση του βυζαντινού παρελθόντος ήταν πλήρης, καθώς οι διανοούμενοι στρέφονταν τώρα περισσότερο προς τη δόξα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας παρά προς την κλασική αρχαιότητα, προκειμένου να δικαιολογήσουν τους αλυτρωτικούς στόχους της Μεγάλης Ιδέας. Το όραμα αυτό, το οποίο απέβλεπε στην ενοποίηση όλων των περιοχών της Εγγύς Ανατολής όπου κατοικούσαν Έλληνες σε ένα ενιαίο κράτος με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, κυριάρχησε στο ανεξάρτητο κράτος κατά τον πρώτο αιώνα της ύπαρξης του.

Richard Clogg,  Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770 – 2000, Κάτοπτρο 2003, σελ. 22-23

 

 

[γλώσσα]

 

Τους αιώνες της Τουρκοκρατίας η γνώση του αρχαίου ελληνικού κόσμου είχε σβήσει εντελώς, αλλά, κάτω από την επιρροή του δυτικού ουμανισμού οι πρώτοι διανοούμενοι άρχισαν σιγά σιγά να συνειδητοποιούν ότι κληρονομούσαν κάτι το παγκοσμίως σεβαστό σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Μέχρι τις παραμονές του αγώνα για την Ανεξαρτησία, αυτή η προγονοπληξία και η αρχαιολατρία είχαν φτάσει σχεδόν σε επίπεδο μονομανίας. Συγκεκριμένα, στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 19ου αιώνα, οι εθνικιστές άρχισαν, προς κατάπληξη και ταραχή των εκκλησιαστικών Αρχών, να βαφτίζουν τα παιδιά τους (και τα πλοία τους) περισσότερο με τα ονόματα επιφανών αρχαίων Ελλήνων παρά με αυτά των χριστιανών αγίων. Μερικοί από τους πιο ενθουσιώδεις άλλαξαν ακόμα και τα δικά τους ονόματα στο ίδιο πνεύμα. Επίσης, από αυτή την εποχή δρομολογήθηκε η παράφορη, και μερικές φορές βίαιη, διαμάχη, που συνεχίστηκε μέχρι σήμερα, περί του γλωσσικού τύπου που θα ήταν ο κατάλληλος για την αναγεννημένη Ελλάδα. Ορισμένοι πρέσβευαν την επιστροφή στην υποτιθέμενη καθαρότητα της αττικής διαλέκτου του 5ου π.Χ. αιώνα, άλλοι υποστήριξαν ότι η καθομιλουμένη της εποχής (η οποία ελάχιστα διέφερε από τη γλώσσα της κλασικής εποχής, αν αναλογιστεί κανείς το τεράστιο χρονικό διάστημα που είχε μεσολαβήσει) μπορούσε να αποτελέσει τη βάση του πεπαιδευμένου λόγου. Κάποιοι άλλοι, πάλι, υποστήριξαν μια μέση οδό, προϋπόθεση της οποίας ήταν η κάθαρση της καθομιλουμένης από τις ξένες λέξεις και έννοιες. Στο τέλος επικράτησαν οι οπαδοί της καθαρεύουσας, των οποίων η επίδραση στη μετέπειτα πολιτισμική και εκπαιδευτική ανάπτυξη της χώρας υπήρξε ολέθρια.

Richard Clogg,  Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770 – 2000, Κάτοπτρο 2003, σελ. 48-49

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.