ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

David Brewer, η φλόγα της ελευθερίας ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833, Ενάλιος, 2004
 


για τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην Αγία Λαύρα (σελ. 25-26)

 

Ο λόγος του τέλειωσε, ο Γερμανός έκανε καταμερισμό καθηκόντων σε κάθε αρχηγό και μαζί με άλλους ιερείς δέχθηκε εξομολογήσεις. Μετά ανέβηκε σ' έναν λοφίσκο και έδωσε γενική άφεση αμαρτιών στο πλήθος, που είχε τώρα αυξηθεί στις 5.000, όσοι κι εκείνοι που είχαν ακούσει τον Χριστό να κηρύττει στην έρημο. Αφού μοίρασε σε όλους με το ίδιο του το χέρι τον άρτο, απήλλαξε τους πιστούς από την τήρηση της νηστείας της Σαρακοστής, προχωρώντας ο ίδιος δημοσίως σ' αυτήν την πράξη και δηλώνοντας ότι, εφ' όσον κινδύνευαν η ζωή και η θρησκεία όλων, έπρεπε να έχουν δυνάμεις για να υπερασπισθούν τον λαό και την Αγία Τράπεζα.


Έτσι τελειώνει η μυθοπλαστική αυτή διήγηση. Η ελληνική επανάσταση πράγματι ξεκίνησε την άνοιξη του 1821, αλλά ολόκληρο αυτό το επεισόδιο ήταν καθαρή επινόηση. Ούτε ο Γερμανός ούτε ο Κολοκοτρώνης, στον οποίο υποτίθεται ότι απευθύνθηκε, βρίσκονταν στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου. Ο Κολοκοτρώνης βρισκόταν πολλά χιλιόμετρα μακριά, στη νότια Πελοπόννησο. Ιστορικοί της εποχής εκείνης, Έλληνες και ξένοι, απέρριπταν το επεισόδιο ως ψευδοϊστορικό ή απλώς ψευδές. Ο μύθος αυτός προέρχεται από την πέννα του Φρανσουά Πουκεβίλ, Γάλλου προξένου στην Ελλάδα και συγγραφέα μιας τετράτομης ιστορίας της ελληνικής επανάστασης που εκδόθηκε εσπευσμένα το 1824. Ο Πουκεβίλ δεν πρέπει να θεωρείται αξιόπιστος. Επινοεί συμβάντα και εφευρίσκει βολικά γεγονότα και αριθμούς. Αυτό το κάνει είτε για να ενισχύσει μια διήγηση είτε για να εκφράσει τα αισθήματα εχθρότητας που τρέφει απέναντι σε όλες τις χώρες εκτός από τη δική του, όπως έκανε με τις υποτιθέμενες αναφορές του Γερμανού στη Ρωσία και στη Βρετανία και με τις δικές του συκοφαντίες εναντίον ορισμένων από τους συναδέλφους του προξένους. Αν ο Σοβέν δεν είχε δώσει το όνομα του στον επιθετικό και υπερβάλλοντα εθνικισμό -τον σοβινισμό- μπορεί να το είχε κάνει ο Πουκεβίλ.

 

Ωστόσο η Αγία Λαύρα έχει γίνει για τους Έλληνες ο αναντίρρητος χώρος όπου εξερράγη η επανάσταση τους και η 25η Μαρτίου εξακολουθεί να είναι ημέρα εθνικής εορτής. Η γοητεία της διήγησης του Πουκεβίλ έγκειται στο γεγονός ότι συνδέει με κάθε δυνατό τρόπο την επανάσταση των Ελλήνων με τη Βίβλο, με τη θρησκευτική πίστη και με την ορθόδοξη εκκλησία: η τοποθέτηση σ' ένα μοναστήρι, η βιβλική πολεμική κραυγή που σκόρπισε το τουρκικό ιππικό, η συγκέντρωση του βιβλικού αριθμού των 5.000 ανθρώπων, η ημερομηνία που συνέπιπτε με τη θρησκευτική εορτή του Ευαγγελισμού, η έμφαση στη θρησκεία πάνω ακόμη και από την ελευθερία και την πατρίδα. Ως προς αυτό ο μύθος αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Η εκκλησία υπήρξε πράγματι η κύρια δύναμη διατήρησης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας στα σχεδόν 400 χρόνια της τουρκικής κυριαρχίας.
 


το Πατριαρχείο (σελ. 27-28)
 

Ο πατριάρχης μπορούσε να επιβάλλει φόρους στους ορθόδοξους προκειμένου να συγκεντρώνει χρήματα για την εκκλησία. Σε αντάλλαγμα γι' αυτά τα προνόμια ο πατριάρχης ήταν υπόλογος έναντι των οθωμανικών αρχών για την καλή συμπεριφορά του ποιμνίου του και για τη διασφάλιση της πληρωμής φόρων εκ μέρους τους στο κράτος. Οι πατριαρχικές αυτές εξουσίες και ευθύνες δεν περιορίζονταν στα ελληνικής καταγωγής μέλη του ποιμνίου του. Επεκτείνονταν κατ' αρχάς σε όλες τις ορθόδοξες εκκλησίες που αποτελούσαν τότε ή θα αποτελούσαν αργότερα τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας: στα πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και Αντιοχείας, στις σλαβικές ορθόδοξες εκκλησίες, θεωρητικά ακόμη και στη ρωσική εκκλησία.

 

Όλα αυτά ήταν πολύ ελπιδοφόρα. Το πατριαρχείο βρισκόταν υπό την προστασία του κράτους, οι εξουσίες του είχαν εδραιωθεί, και σε ορισμένα ζητήματα είχαν επεκταθεί, και τα δικαιώματα καθώς επίσης και τα καθήκοντα της χριστιανικής κοινότητας είχαν καθοριστεί επισήμως. Αλλά οι αδυναμίες της ρύθμισης έγιναν γρήγορα ορατές. Η υπόσχεση να μη μετατραπούν εκκλησίες σε τζαμιά ανατράπηκε από μεταγενέστερους σουλτάνους. Οι εκκλησιαστικοί ηγέτες ήταν πια αναμεμειγμένοι στην πολιτική της αυλής του σουλτάνου και η επιδεξιότητα στις δολοπλοκίες έγινε ιδιότητα το ίδιο σημαντική όσο και η πνευματικότητα. Τέλος, υπήρχε οικονομικό ζήτημα. Μολονότι ο πατριάρχης προσωπικά απαλλασσόταν από φόρους, δεν ίσχυε το ίδιο και για την πατριαρχία ως αξίωμα και οι φόροι που της επιβάλλονταν ανέβαιναν συνεχώς. Επιπλέον, δεδομένου ότι με βάση τη συμφωνία του Γενναδίου ο πατριάρχης -μολονότι εκλεγόταν από την Ιερά Σύνοδο- χρειαζόταν κρατική επικύρωση, επικράτησε η συνήθεια να καταβάλλεται στο κράτος ένα ποσόν αμέσως μετά την εκλογή. Οι χρηματικές αυτές καταβολές αυξήθηκαν όχι μόνο ως προς τα ποσά, αλλά και σε συχνότητα, καθώς οι τουρκικές ραδιουργίες προκάλεσαν επανειλημμένες αλλαγές στη θέση του πατριάρχη: συνολικά εξήντα ένας εξελέγησαν μέσα στην εκατονταετία 1595-1695. Έτσι στις παραμονές της ελληνικής επανάστασης το πατριαρχείο ήταν πια καταχρεωμένο.
 


η εκπαίδευση (σελ. 28-29)
 

Πάσχοντας μονίμως από έλλειψη χρημάτων, η εκκλησία παραμέλησε τον κλήρο στις πόλεις και στα χωριά. Ελάχιστα γίνονταν για την εκπαίδευση των ίδιων των κληρικών ή για να τους δοθεί η δυνατότητα να παρέχουν μόρφωση στους ενορίτες τους. Για την ακρίβεια, με την τουρκική κατοχή, η Ελλάδα μπήκε σε μια σκοτεινή περίοδο ως προς την εκπαίδευση. Το πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως και οι ακαδημίες στη Θεσσαλονίκη, στον Μιστρά και στην Τραπεζούντα εξαφανίσθηκαν. Έναν αιώνα μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως ένας καθηγητής από το Τίμπινγκεν, ο Μάρτιν Κρούζιους, στη διάρκεια μιας επίσκεψης του στην Ελλάδα, με θλίψη παρατηρούσε ότι: «Σ' ολόκληρη την Ελλάδα πουθενά δεν ανθούν οι σπουδές. Δεν διαθέτουν δημόσιες ακαδημίες ή καθηγητές, εκτός από εντελώς ασήμαντα σχολεία όπου τα αγόρια διδάσκονται να διαβάζουν το Ωρολόγιο, την Οκτώηχο, το Ψαλτήριο και άλλα βιβλία που χρησιμοποιούνται στη λειτουργία. Αλλά ανάμεσα στους ιερείς και στους καλόγερους εκείνοι που αληθινά κατανοούν αυτά τα βιβλία είναι πραγματικά ελάχιστοι».4 Στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα ένας δυσαρεστημένος περιηγητής μπορούσε να υποστηρίξει ότι η ορθοδοξία δεν ήταν τίποτε παραπάνω από «μια λεπρώδης σύνθεση άγνοιας, δεισιδαιμονίας και φανατισμού».

 

Ωστόσο, η εκκλησία παρέμεινε σε στενή επαφή με τον λαό. Οι ιερείς των χωριών επιλέγονταν ανάμεσα στους χωρικούς και ζούσαν σαν κι αυτούς. Αν η κοινότητα ήθελε να διαμαρτυρηθεί για επιθετικές ενέργειες ή εκβιαστική απόσπαση χρημάτων από το κράτος, συχνά αυτό μπορούσε να γίνει μέσω του ντόπιου παπά και των ανωτέρων του. Ενώ οι μουσουλμάνοι κατακτητές πήγαιναν στο τζαμί, οι εκκλησιαστικές λειτουργίες στην ελληνική γλώσσα διατηρούσαν ένα αίσθημα ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Στην Ελλάδα είναι ακόμη διαδεδομένη η αντίληψη ότι οι ντόπιες εκκλησίες χρησίμευαν και σαν κρυφά σχολειά. Οι σημερινοί Έλληνες θυμούνται ακόμη το παιδικό τραγουδάκι που λέει:

«Φεγγαράκι μου λαμπρό,
Φέγγε μου να περπατώ,
Να πηγαίνω στο σχολειό,
Να μαθαίνω γράμματα,
Γράμματα σπουδάγματα,
Του Θεού τα πράγματα».
 

Γιατί, θα ρωτούσε το απορημένο παιδί, ήταν το φεγγαράκι εκείνο που έφεγγε τον δρόμο για το σχολείο, και θα έπαιρνε την απάντηση ότι λόγω της τουρκικής καταπίεσης τα παιδιά έπρεπε να βγαίνουν από το σπίτι τους τη νύχτα στα κλεφτά για να μαθαίνουν τη γλώσσα και τη θρησκεία τους από τους ντόπιους παπάδες. Αλλά οι Τούρκοι δεν απαγόρευαν την εκπαίδευση, κοσμική ή θρησκευτική: την άφηναν στα χέρια του ορθόδοξου πατριάρχη. Κατά πάσα πιθανότητα πολλά παιδιά πήγαιναν πράγματι σε αυτοσχέδια σχολεία, συχνά σε εκκλησίες και με παπά για δάσκαλο, αλλά πήγαιναν τη νύχτα απλώς και μόνο επειδή όλη την ημέρα δούλευαν στα χωράφια.
 


ο Κοραής, η γλώσσα και η μόρφωση (σελ. 47-48)

 

Μια τέτοια δήλωση απευθυνόταν, φυσικά, σε πολύ ευρύτερο ακροατήριο από τους μορφωμένους κι εδώ ο Κοραής αντιμετώπισε μια δυσκολία: σε ποια μορφή ελληνικών έπρεπε να γράφει; Η γραπτή και η προφορική γλώσσα είχαν αρχίσει να αποκλίνουν περίπου από το 300 π.Χ. Η αρχαϊκή γραπτή μορφή, η μόνη που θεωρείτο κατάλληλη για σοβαρά έργα, είχε παραμείνει πολύ κοντά στον αρχαίο προγονό της, την κλασική γλώσσα, ενώ η καθομιλουμένη δημοτική είχε αναπτυχθεί μέσα από δικά της μονοπάτια, γενικά απλοποιώντας τη γραμματική και τη σύνταξη και ενσωματώνοντας ξένες λέξεις, ιδιαίτερα της τουρκικής και της ιταλικής. Η καθομιλουμένη ήταν κατανοητή απ' όλους, η γραπτή μορφή μόνο από τους μορφωμένους. Την εποχή του Κοραή, υπήρχαν πια δύο αντίθετες σχολές σκέψης για τη γλώσσα που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για να διαφωτιστούν και να μορφωθούν οι Έλληνες: εκείνοι που πίστευαν ότι μόνο μια μορφή κοντά στα αρχαία ελληνικά θα αντικατόπτριζε όπως της άρμοζε την κληρονομιά της χώρας, κι εκείνοι που επιχειρηματολογούσαν ότι για να εξαπλωθεί ευρέως το μήνυμα ήταν βασικό να γράφουν στη γλώσσα του λαού.

 

Ωστόσο, πιο πολυάριθμοι κι από τις δύο αντιμαχόμενες ομάδες ήταν οι οπαδοί της συμβιβαστικής λύσης, συμπεριλαμβανομένου του Κοραή, που προέκρινε για τα έργα του μια γλώσσα η οποία βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στη δομή της καθομιλουμένης, αλλά διατηρούσε πολλά αρχαία στοιχεία και είχε καθαριστεί από τις ξένες λέξεις. Αυτό το τελευταίο στοιχείο έδωσε στη μορφή των ελληνικών του Κοραή το όνομα της, καθαρεύουσα. Ο Κοραής δεν ήταν νεωτεριστής, αλλά σίγουρα ήταν πρωτοπόρος στη ανάπτυξη μιας νέας, πιο προσιτής ελληνικής γλώσσας. Τι είπε χρησιμοποιώντας την στα έργα που εξέδωσε και στην πλούσια αλληλογραφία του με ανθρώπους σ' όλο τον κόσμο;

 

Η κύρια έγνοια του Κοραή ήταν η μόρφωση. Είχε αποτελέσει τη βάση της Γαλλικής Επανάστασης, όπως πίστευε: «Επληροφορήθην ότι η αύξησις και εξάπλωσις της παιδείας εις το γαλλικόν έθνος εγέννησεν τον έρωτα της ελευθερίας». Επίσης απέδιδε τις στρατιωτικές επιτυχίες στη μόρφωση: οι εκπληκτικές γαλλικές νίκες ήταν αποτέλεσμα της παιδείας, έλεγε.1. Ενθάρρυνε τους πλούσιους Έλληνες να πολλαπλασιάσουν σ' όλη την Ελλάδα τα σχολεία και τις βιβλιοθήκες• να στείλουν στην Ευρώπη με κοινά έξοδα πολλά υποσχόμενους νέους, για να φέρουν πίσω τα πλεονεκτήματα της Ευρώπης• και σ' αυτούς τους νέους να εμπιστευθούν τη μόρφωση του ελληνικού λαού.14 Όταν το 1802 οι κάτοικοι του Σουλίου βρίσκονταν στα τελευταία στάδια της αντίστασης τους στις επιθέσεις του Αλή Πασά, τους συμβούλευε, ως αλβανόφωνους, στην πρώτη ευκαιρία να φέρουν στην πατρίδα τους έναν δάσκαλο για να διδάξει στα παιδιά τους την ελληνική γλώσσα. Όταν οι πολεμιστές του Σουλίου μάθουν από ποιους προγόνους προέρχονται, κανείς δεν θα είναι σε θέση να τους νικήσει, ούτε με πονηριά ούτε με τη βία.
 


οι Σουλιώτες (σελ. 64-66)

 

Τα επόμενα χρόνια ο Αλής οδήγησε τους Αλβανούς πολεμιστές του σε εκστρατείας εκτεταμένων λεηλασιών και εκβιαστικής απόσπασης χρημάτων, αποδεικνύοντας ότι ήταν παραπάνω από αντάξιος κάθε κυβερνητικής δύναμης που στελνόταν εναντίον του. Τελικά οι οθωμανικές αρχές αποδέχθηκαν τη ματαιότητα της προσπάθειας συντριβής του Αλή και το αναπόφευκτο της αποδοχής του στην αυτοκρατορική δομή. Το 1784, πέντε χρόνια αφότου έχασε τη θέση του ως δερβέναγας, διορίστηκε ηγεμόνας του Δέλβινου, το 1786 ηγεμόνας των Τρικάλων και το 1787 ηγεμόνας των Ιωαννίνων, του τόπου με το οποίο στο εξής θα συνδεόταν πάντα. Από αυτή τη βάση επέκτεινε την κυριαρχία του σε βαθμό που το 1807 ο ίδιος ή οι γιοι του να κυβερνούν την Πελοπόννησο, ουσιαστικά ολόκληρη τη Ρούμελη εκτός από την Αθήνα και την Αττική, και μεγάλο μέρος της Αλβανίας.
 

Μια μικρή περιοχή, ωστόσο, παρέμενε επί μεγάλο διάστημα έξω από τον έλεγχο του Αλή: το Σούλι. Βρίσκεται κάπου σαράντα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά των Ιωαννίνων και είναι μια από τις πιο απόκρημνες και ρομαντικές περιοχές σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Το περιβάλλουν βουνά σε σχήμα επιμήκους πέταλου από βορράν προς νότον και ακόμη και σήμερα η νότια άκρη προσφέρει τη μοναδική λογικά πρόσβαση, όπου ο μυθικός ποταμός Αχέρων, που αναβλύζει από ένα βαθύ και σκοτεινό λαγκάδι, κυλάει δίπλα από το χωριό Γλυκή προς τη θάλασσα. Μέσα στην περιοχή του Σουλίου πέτρινα μονοπάτια στριφογυρίζουν στις πλαγιές μεγάλων φαραγγιών, μερικά χωριά συνωστίζονται γύρω από τα μικρά σημεία με καλλιεργήσιμη γη και πάνω από τα περάσματα δεσπόζουν οχυρά κουρνιασμένα σε απόκρημνα βράχια. Είναι, και υπήρξε ανέκαθεν, ένα φυσικό κέντρο αντίστασης: ο ένας μετά τον άλλον οι πασάδες των Ιωαννίνων είχαν αποτύχει να υποτάξουν τους Σουλιώτες και στη δεκαετία του 1940 η ελληνική αντίσταση και οι Βρετανοί σύμβουλοι έστησαν στην περιοχή του Σουλίου μια βάση η οποία κατάφερε να λειτουργήσει επί πολλούς μήνες σχεδόν ανενόχλητη από τους Γερμανούς που υπήρχαν ολόγυρα.

 

Οι Σουλιώτες ήταν αλβανικής καταγωγής και, όπως και άλλοι Αλβανοί πολεμιστές, ζούσαν από το πλιάτσικο και την απόσπαση χρημάτων από τους γείτονες τους. «Τη λεηλασία την τιμούσαν ονομάζοντας την πόλεμο», έγραφε ο Φίνλεϊ, «και τον πόλεμο τον θεωρούσαν ως τη μόνη έντιμη απασχόληση για έναν πραγματικό Σουλιώτη».3 Για τον Αλή Πασά ήταν αδύνατον να αγνοήσει την απειλή του Σουλίου. Σε απόσταση μιας ή δύο ημερών από την έδρα της εξουσίας του στα Ιωάννινα, βρισκόταν μια φωλιά ανταρτών που μπορούσαν να κάνουν επιδρομές σε όλη τη γύρω χώρα. Το έργο της καθυπόταξης του Σουλίου δεν φαινόταν πολύ δύσκολο: η περιοχή αποτελούσε ένα ελάχιστο τμήμα της επικράτειας του Αλή και ο πληθυσμός ανερχόταν μόλις σε 450 οικογένειες, χωρισμένες σε δεκαεννιά φάρες, με μια μάχιμη δύναμη μόνο 1.500 ανδρών.

 

Ο Αλής επιτέθηκε στο Σούλι ανεπιτυχώς το 1790 και ξανά το 1792. Πέρασαν άλλα επτά χρόνια μέχρι να εξαπολύσει την τελική του επίθεση το 1799. Στο μεταξύ ορισμένες από τις συμμαχίες και στις δύο πλευρές είχαν αρχίσει να διαφοροποιούνται. Ένας αριθμός υποστηρικτών του Αλή Πασά είχαν αρχίσει να βλέπουν την απόλυτη κυριαρχία του στην περιοχή ως απειλή για τους ίδιους κι έτσι έσερναν απρόθυμα τα πόδια τους σε βοήθεια του Αλή ή ακόμη και βοηθούσαν ενεργά τους Σουλιώτες προειδοποιώντας τους για τις επιθέσεις. Από την πλευρά των Σουλιωτών, είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ρωγμές στη σύμπνοια των ομάδων, που είχαν διευρυνθεί με τις προσφορές του Αλή σε χρήματα, αξιώματα ή και τα δύο. Καθώς οι απευθείας επιθέσεις εναντίον των Σουλιωτών είχαν αποτύχει, ο Αλής ξεκίνησε μια προσπάθεια αποκλεισμού τους, κτίζοντας έναν δακτύλιο από δώδεκα οχυρά στην κορυφή των βουνών γύρω από το Σούλι, μεταξύ των οποίων ένα στη Γλυκή για να κλείσει τον νότιο και μοναδικό εύκολο δρόμο προς και από την περιοχή. Το κτίσιμο αυτών των οχυρών ήταν αργή και επικίνδυνη δουλειά: πολλοί από τους κτίστες σκοτώθηκαν, εύκολος στόχος για τους ελεύθερους σκοπευτές των Σουλιωτών, και στη διάρκεια της κατασκευές υπολογίζεται ότι το ένα τρίτο των στρατευμάτων του Αλή λιποτάκτησε. Αλλά τελικά η πολιτική του στραγγαλισμού άρχισε να αποδίδει. Το φθινόπωρο του 1803 το κύριο σώμα των Σουλιωτών, πεινασμένο και εξαντλημένο, είχε συγκεντρωθεί στο οχυρό Κούγκι, ακριβώς πάνω από το χωριό Σούλι. Στην τελική συνθηκολόγηση των εγκλείστων στο Κούγκι, ο αρχηγός των δυνάμεων των Σουλιωτών, ένας παράξενος νομάδας καλόγερος ονόματι Σαμουήλ, περίμενε με πέντε συντρόφους του μέχρις ότου κατέφτασαν τα στρατεύματα του Αλή για να παραλάβουν τα όπλα και μετά έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και εκτινάχτηκε ο ίδιος στη δόξα και οι υπόλοιποι στη λήθη. Οι ηττημένοι Σουλιώτες στρατιώτες πολέμησαν όπου μπορούσαν: με τον παλιό εχθρό τους Αλή Πασά, με τους Ρώσους ή τους Γάλλους στα Επτάνησα ή με τον τουρκικό στρατό. Πολλοί Σουλιώτες πολέμησαν στην πλευρά των Ελλήνων στον πόλεμο για την ανεξαρτησία, αρχηγοί όπως ο Μάρκος Μπότσαρης και απλοί στρατιώτες όπως εκείνοι που γοήτευαν τον Βύρωνα με την ανδρεία και τη φλόγα τους και τον εξόργιζαν με τη διπροσωπία τους.
 


για τη Μάνη (σελ. 91-92)

 

Η διοίκηση της Πελοποννήσου επέτρεπε ασυνήθιστη αυτονομία σε μια από τις επαρχίες της, τη Μάνη. Η μέσα Μάνη περιλαμβάνει περίπου τα τελευταία τριάντα χιλιόμετρα του μεσαίου ποδιού της Πελοποννήσου, ενώ η έξω Μάνη εκτείνεται μέχρι το Γύθειο στα ανατολικά και σχεδόν μέχρι την Καλαμάτα στα δυτικά. Η μέσα Μάνη ειδικά είναι βραχώδης, άγονη και εντυπωσιακή• «Δεν υπάρχει θέα», γράφει ο Γκόρντον, «πιο καταθλιπτική από εκείνη της λακωνικής ακτής γύρω από το ακρωτήριο Ταίναρο (ή Ματαπά)• θυελλώδη κύματα που σπάνε πάνω σε τεράστιους πέτρινους όγκους, γυμνά και άγονα βουνά που χωρίζονται από βαθιές χαράδρες, χοντροκομμένοι πύργοι περικυκλωμένοι από οικτρά χωριουδάκια και ένας άθλιος και μισόγυμνος πληθυσμός». Ο σημερινός επισκέπτης βρίσκει ακόμη το τοπίο διάσπαρτο με τους απειλητικούς πύργους στους οποίους όσοι Μανιάτες είχαν μακροχρόνιες έχθρες κατέφευγαν για να γλυτώσουν από τους εχθρούς τους, μερικές φορές επί χρόνια ολόκληρα. Οι κάτοικοι ήταν πάντα άγρια πολεμοχαρείς. Το 1600 ένας Γάλλος επισκέπτης, ο Καστέλα, ανέφερε ότι, «Αυτοί οι ορεσίβιοι είναι τόσο κατάφορτοι με όπλα που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους», κι έναν αιώνα αργότερα ο Ενετός κυβερνήτης της περιοχής σχολίαζε ότι «οι παλιές επιτυχίες τους τους προδιαθέτουν για εξεγέρσεις και θέλουν να διατηρήσουν αναλλοίωτα τα προνόμια τους».

 

Τα προνόμια αυτά αυξήθηκαν ως αποτέλεσμα της εξέγερσης του 1770, την οποία ενέπνευσε η Ρωσία μέσω του κόμη Γρηγορίου Ορλόφ και είχε επίκεντρο τη Μάνη. Οι Έλληνες εγκαταλείφθηκαν από τους Ρώσους υποκινητές τους και οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν Αλβανούς μισθοφόρους, πολλοί από τους οποίους αργότερα εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, για να καταπνίξουν με αγριότητα την εξέγερση. Έξι χρόνια αργότερα η Μάνη πέρασε από τη δικαιοδοσία του πασά του Μοριά, κυβερνήτη μέχρι εκείνη τη στιγμή ολόκληρης της Πελοποννήσου, στον καπουδάν πασά, επικεφαλής του τουρκικού στρατού καθώς και του ναυτικού και αφέντη των νησιών του Αιγαίου, ένα από τα οποία κατά μία έννοια θεωρείτο τώρα η Μάνη. Ο καπουδάν πασάς ανέθετε τις αρμοδιότητες του για τάξη και είσπραξη φόρων στη Μάνη στον εκπρόσωπο μιας από τις κορυφαίες ντόπιες οικογένειες, ονομάζοντας τον μπέη της Μάνης, σύμφωνα με τη συνηθισμένη οθωμανική πρακτική διασποράς της εξουσίας, ειδικά σε δύσκολες περιοχές, σε τοπικό επίπεδο. Κάτω από τους τοπικούς μπέηδες η περιοχή άρχισε να απολαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερη ευημερία σε μια εποχή που χαρακτηρίστηκε ως χρυσή εποχή της Μάνης. Ο έκτος μπέης από το 1776, ο οποίος διορίστηκε το 1815, ήταν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.
 

Ο Πετρόμπεης ήταν από ορισμένες πλευρές μια μορφή που δεν θα περίμενε κανείς θα βρει ανάμεσα στους ηγέτες της εξέγερσης του 1821. Υπάρχουν περιγραφές της εποχής που τον παρουσιάζουν ως πρόσχαρο πατριάρχη. Ο Φίνλεϊ γράφει για τον «ειλικρινή και εύθυμο χαρακτήρα» του και ο Γκόρντον τον περιγράφει ως «πολύ όμορφο άνδρα, αρχοντικό στη συμπεριφορά του, ήπιο στους τρόπους, λάτρη των απολαύσεων του τραπεζιού, γενναιόδωρο στις δαπάνες του και επομένως πάντα στριμωγμένο οικονομικά... κατάλληλο από τη φύση του μάλλον να παραδίνεται στην άνεση της χλιδής παρά να συμμετέχει σε μια επαναστατική θύελλα». Αλλά ο Φίνλε'ί επίσης παρουσιάζει και άλλη μια πλευρά του Πετρόμπεη, ως «αεικίνητου, ματαιόδοξου, τολμηρού και φιλόδοξου... πιο πρόθυμου να πάρει θαρραλέες αποφάσεις από τους περισσότερους συμπατριώτες του σε υψηλές θέσεις» και με μεγάλη προσωπική επιρροή μέσω της εκτεταμένης οικογένειας του, από την οποία σαράντα εννιά άνθρωποι έπεσαν στο πεδίο της μάχης στη διάρκεια της επανάστασης. Τα πρώτα της χρόνια ο Πετρόμπεης ήταν μια από τις κυριότερες μορφές που έπρεπε να λάβουν υπ' όψιν τους η οθωμανική κυβέρνηση και οι Έλληνες σύντροφοι του.
 


η άλωση της Τριπολιτσάς (σελ. 148)

 

Τα τρόφιμα ήταν πιο πιεστικό πρόβλημα για τους πολιορκημένους, αλλά αυτό περιοριζόταν από τους ίδιους τους Έλληνες. Ιδιαίτερα Μανιάτες έστηναν τη νύχτα αγορές κάτω από τα τείχη και πουλούσαν στους πολιορκημένους ψωμί και φρούτα, που οι αγοραστές συχνά ξαναπουλούσαν με τεράστιο κέρδος. Για ένα διάστημα το τουρκικό ιππικό παρείχε προστασία σ' αυτούς που έψαχναν για τροφή, αλλά αυτό σταμάτησε στα τέλη Αυγούστου όταν ελληνικές δυνάμεις υπό τον Κολοκοτρώνη και τον Αναγνωσταρά αιφνιδίασαν μια συνοδευόμενη ομάδα που είχε πάει να φέρει σιτάρι από ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα βόρεια της Τριπολιτσάς. Οι Τούρκοι καταδιώχθηκαν πίσω στην πόλη και έχασαν τα μουλάρια και τα άλογα που κουβαλούσαν τις συγκεντρωμένες προμήθειες. Κάπου εκατό Τούρκοι σκοτώθηκαν και ο Κολοκοτρώνης έβαλε να μεταφέρουν τα κομμένα τους κεφάλια μπροστά του καθώς επέστρεφε στο ελληνικό στρατόπεδο. «Οι Τούρκοι πλέον δεν εβγήκαν από τα τείχη της Τριπολιτσάς» αναφέρει ο Κολοκοτρώνης, « ήταν η ύστερη τους φορά, επολεμούσαν από τα τείχη, απελπίσθησαν διά να εύρουν πλέον ζωοτροφίας».2Επίσης τα άλογα των Τούρκων στερήθηκαν τις ζωοτροφές και αναγκάστηκαν να βόσκουν το μαραμένο γρασίδι κάτω από τα τείχη της πόλης. Δεν πέρασε πολύς καιρός προτού σκοτωθούν για να φαγωθούν.

 

Ο συνωστισμός και η έλλειψη νερού και φαγητού γρήγορα οδήγησε στο ξέσπασμα επιδημιών στην οχυρωμένη πόλη. Ο Αμερικανός φιλέλληνας Σάμιουελ Γκρίντλι Χάου δεν βρισκόταν στην Τριπολιτσά, αλλά ως γιατρός φαντάστηκε ζωντανά την κατάσταση. «Για να κάνει τη δυστυχία ακόμη μεγαλύτερη», έγραφε:
«ξέσπασε στην πόλη μια αρρώστια και σάρωνε εκατοντάδες κάθε ημέρα. Μερικές φορές έπαιρνε μια ολόκληρη οικογένεια, όλα τα μέλη της οποίας αρρώσταιναν ταυτόχρονα και κείτονταν μέσα σε μοναχική δυστυχία, γιατί ούτε ένας φίλος δεν τους πλησίαζε• ή, αν τους πλησίαζε, ήταν μόνο για να δει αν μπορούσε να αρπάξει λιγάκι ψωμί ή νερό. Η ανθρωπιά είχε παγώσει από τη δυστυχία• και χωρίς ένα χέρι για να φέρει μια γουλιά νερό ή να κλείσει τα ετοιμοθάνατα μάτια, έχαναν τη ζωή τους αγκομαχώντας και βλέποντας ο ένας τον άλλον, και τα σώματα τους κείτονταν και σάπιζαν στα μοναχικά δωμάτια».

 

Η πείνα και η αρρώστια μπορεί να είχαν υποτάξει τελικά την πόλη, αλλά ένα ταχύτερο μέσον για την κατάκτηση της νίκης έμοιαζε να προσφέρεται με την παράδοση στο ελληνικό στρατόπεδο τριών κανονιών που είχαν κυριευτεί μετά την πτώση της Μονεμβασιάς.

 


η άλωση της Τριπολιτσάς (σελ. 152-154)

 

Ελάχιστες αμφιβολίες υπάρχουν ότι ο Κολοκοτρώνης ήθελε τον ηθικό Υψηλάντη μακριά όταν θα έπεφτε η Τριπολιτσά και ότι η δουλειά του Πάνου Κολοκοτρώνη ήταν να τον κρατήσει μακριά. Φαίνεται επίσης πιθανόν ο Υψηλάντης και οι σύντροφοι του, προβλέποντας τι επρόκειτο να συμβεί όταν οι Έλληνες θα έμπαιναν στη πόλη, να ήταν έτοιμοι να δεχθούν μια δικαιολογία, όσο ασθενής κι αν ήταν, για να απομακρυνθούν.

 

Τις επόμενες ημέρες οι διαπραγματεύσεις με τους κυριότερους Τούρκους διαπραγματευτές τραβούσαν σε μάκρος, αλλά μια ξεχωριστή συμφωνία κλείστηκε γρήγορα με τους Αλβανούς υπό τον Ελμάζ Αγά. Θα τους επιτρεπόταν να φύγουν για την Ήπειρο, με τα όπλα και τα υπάρχοντα τους, με τον όρο ότι αν ήταν δυνατόν θα ενώνονταν με τις δυνάμεις του Αλή Πασά που πολεμούσαν τους Τούρκους και σε κάθε περίπτωση δεν θα πολεμούσαν εναντίον των Ελλήνων. Έγιναν κι άλλες συμφωνίες ανάμεσα σε ομάδες ή άτομα. Οι Τούρκοι από τη Βαρδούνια της Μάνης παραδόθηκαν ομαδικά στους πρώην γείτονες τους και τους επιτράπηκε να περάσουν μέσα από τις ελληνικές γραμμές για να προστεθούν στους άλλους αξιολύπητους πρόσφυγες που ήταν μαζεμένοι πίσω από το στρατόπεδο. Η Μπουμπουλίνα, η πασίγνωστη καπετάνισσα που διοικούσε ένα πλοίο του στόλου των Σπετσών μετά τον θάνατο του άνδρα της, έφθασε στην Τριπολιτσά -με τα πλοία της, ανέφερε ένας Ιταλός δημοσιογράφος που προφανώς δεν είχε κοιτάξει τον χάρτη- και μπήκε στην πόλη για να διαπραγματευτεί με τις Τουρκάλες την ασφάλεια τους έναντι ακριβών δώρων. Οι μάχες ουσιαστικά είχαν σταματήσει όσο συνεχίζονταν αυτές οι διαπραγματεύσεις.

 

Η ανάπαυλα κράτησε μόνο λίγες ημέρες ακόμα. Μετά τα μπουρίνια στα τέλη Σεπτεμβρίου η καλοκαιρινή ζέστη ξανάρχισε. «Την Παρασκευή 5 Οκτωβρίου», έγραψε ο Ρεμπό, «ο ήλιος βγήκε λαμπρός. Η ζέστη ήταν αποπνικτική και η ατμόσφαιρα οδυνηρά πνιγηρή. Μόνο ο μονότονος θόρυβος των τζιτζικιών έσπαγε τη σιωπή της ημέρας, που έμοιαζε σαν επιστροφή στους καύσωνες του Ιουλίου»." Εκείνο το νυσταλέο πρωινό που οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν και μια ανακωχή είχε συμφωνηθεί προφορικά, ο πύργος κοντά στην Πόρτα τ' Αναπλιού στο νοτιοανατολικό τείχος της πόλης, δηλαδή από την αντίθετη μεριά του κυρίως στρατοπέδου των Ελλήνων, έμεινε αφύλακτος. Οι ελάχιστοι Τούρκοι φρουροί στα τείχη επέτρεψαν σε μια ομάδα Ελλήνων να πλησιάσουν για να τους πουλήσουν σταφύλια κι αυτοί επωφελήθηκαν από την ευκαιρία, σκαρφάλωσαν στα τείχη και άνοιξαν την κεντρική πύλη στους συμπατριώτες τους.

 

Οι Έλληνες όρμησαν μέσα κατά χιλιάδες, αποφασισμένοι για λεηλασία και τυφλή ανθρωποσφαγή. Τα πτώματα εκείνων που είχαν πεθάνει νωρίτερα από πείνα ή αρρώστιες και κείτονταν άταφα στους δρόμους σκεπάστηκαν τώρα με νέα πτώματα. Εκείνοι που είχαν ταφεί ξεθάφτηκαν για τα τιμαλφή τους, προκαλώντας παραπέρα εξάπλωση των ασθενειών. Γυναίκες και παιδιά που κρύβονταν στα σπίτια τους ρίχτηκαν από τα παράθυρα. Αγέλες αδέσποτων σκύλων ακολουθούσαν τους νικητές Έλληνες ξεσκίζοντας και τρώγοντας τα θύματα τους. Οι φωτιές από τα πυρπολημένα σπίτια έκαναν ακόμη πιο έντονη τη ζέστη και ένας πέπλος καπνού κρεμόταν πάνω από την πόλη στον ακίνητο αέρα. Η πόλη αντηχούσε από την τραχιά πολεμική κραυγή των Ελλήνων, που μετατρεπόταν σε μουγκρητό ζώου την ώρα του φονικού. Ο Ρεμπό βρισκόταν στην πόλη το μεγαλύτερο μέρος των τριών ημερών της σφαγής και κατάφερε να σώσει μερικούς από τους κατοίκους. Περιέγραψε τη σκηνή σαν μια κόλαση φωτιάς και αίματος.

 

Την ημέρα της επίθεσης οι Αλβανοί υπό τον Ελμάζ Αγά αποσύρθηκαν στο παλάτι του διοικητή στη βόρεια άκρη της πόλης και απαίτησαν την τήρηση της συμφωνίας ότι θα μπορούσαν να φύγουν για την Ήπειρο. Προτού πέσει το σκοτάδι, οι Έλληνες, ανακουφισμένοι που δεν είχαν να πολεμήσουν μ' αυτούς, τους επέτρεψαν να βγουν και να καταυλιστούν προσωρινά στο στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη. Την επομένη ο Ελμάζ Αγάς και τα στρατεύματα του έφυγαν για τον βορρά, αλλά παρ' όλο που έχασαν τους Αλβανούς μισθοφόρους τους, τα τουρκικά στρατεύματα αντέταξαν σθεναρή άμυνα, είτε σε σπίτια είτε στην ακρόπολη στη νότια άκρη της πόλης. Από την ακρόπολη σαράντα Τούρκοι κατάφεραν να βγουν πολεμώντας έξω και να φθάσουν στο Ναύπλιο, αν και χωρίς τον κεχαγιάμπεη Μουσταφά, που πάντα ευνοούσε αυτή τη λύση• αυτός και άλλοι επιφανείς Τούρκοι είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι με την ελπίδα μελλοντικών λύτρων. Η ακρόπολη, χωρίς φαγητό και χωρίς πηγή νερού, παραδόθηκε την τρίτη ημέρα στον Κολοκοτρώνη, που έμεινε μέσα στα τείχη της αρκετές ημέρες, χωρίς να επιτρέπει σε κανέναν άλλον να μπει, ενώ μάζευε για λογαριασμό του τα πλούτη που είχαν φυλαχθεί εκεί.

 

Όσο κρατούσε ακόμη η ακρόπολη, οι Έλληνες διέπραξαν την πιο άσπλαχνη πράξη. Όσοι είχαν φύγει νωρίτερα από την πόλη στη βάση συμφωνίας, είχαν μείνει στο ελληνικό στρατόπεδο- ήταν γύρω στους 2.000, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Μια ομάδα Ελλήνων ξέκοψε, αποφασισμένη να τους ξεφορτωθεί, και οδηγώντας τους σ' ένα φαράγγι όπου η πεδιάδα συναντάει το βουνό, τους σκότωσε εν ψυχρώ. Ο Ρεμπό είχε ακολουθήσει και κατάφερε να σώσει ένα νεαρό κορίτσι• το παρέδωσε στη φροντίδα ενός Κερκυραίου που ζούσε στη νότια Πελοπόννησο και ο οποίος το μεγάλωσε σαν δικό του παιδί. Ο Ρεμπό πέρασε από το σημείο της σφαγής λίγο αργότερα, όσο η δυσοσμία της αποσύνθεσης πλανιόταν ακόμη από πάνω, και ξανά τον επόμενο χρόνο όταν τα άγρια ζώα και τα όρνια είχαν καθαρίσει τα κόκαλα. Ακόμη και ως σκελετοί, έγραψε, μερικά από τα θύματα έσφιγγαν ακόμη το ένα το άλλο στον τελευταίο τους εναγκαλισμό.

 

Πόσοι πέθαναν στην κατάληψη και τη λεηλασία της Τριπολιτσάς; Ο πληθυσμός της πόλης, που υπολογιζόταν γύρω στις 30.000 όταν άρχισε η πολιορκία, είχε μειωθεί ίσως στο μισό όταν έπεσε η πόλη εξαιτίας των μαχών, της εθελουσίας εξόδου, της πείνας και των επιδημιών. Ο Γκόρντον θεωρούσε ότι πάνω από τους μισούς εναπομείναντες, κάπου 8.000, σκοτώθηκαν την ώρα της λεηλασίας, έναντι κάπου 300 Ελλήνων που σκοτώθηκαν ή πληγώθηκαν. Ανάμεσα στις απώλειες βρίσκονταν όλοι οι επιζήσαντες Έλληνες όμηροι εκτός από τρεις• κι αυτοί, όπως ανέφερε ο Γκόρντον, «σύντομα πέθαναν εξαιτίας της πολύ απότομης αλλαγής διατροφής και της μετάβασης από τη στέρηση και τον φόβο στη χαρά και στην αφθονία».

 

Δεν υπήρχε τίποτε που να μπορεί να δικαιολογήσει τη φρικτή σφαγή της Τριπολιτσάς στις παμπάλαιες στρατιωτικές συνθήκες που, όσο βάναυσες κι αν φαίνονται, έθεταν κάποια όρια στη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι συνθήκες αυτές όριζαν ότι, αν ένα φρούριο κυριευόταν με επίθεση, η φρουρά μπορούσε να σφαγιασθεί και η πόλη να λεηλατηθεί επί είκοσι τέσσερεις ώρες, αλλά ότι η ζωή των αμάχων έπρεπε να διαφυλαχθεί. Στην πτώση της Τριπολιτσάς οι Έλληνες μεταχειρίστηκαν τους Τούρκους άμαχους σαν ζώα για εξολόθρευση και μια ιδιαίτερα επαίσχυντη πράξη ήταν ο φόνος των ανυπεράσπιστων προσφύγων στο φαράγγι. Η ψυχική κατάσταση που αποκτηνώνει τους αντιπάλους κάποιου είναι παλιά όσο και ο πόλεμος και δεν ήταν ξένη σε Έλληνες και Τούρκους. Ενδεικτικά, η ελληνική λέξη για την καταδίωξη του εχθρού είναι κυνηγώ. Η φρασεολογία αυτή, αν όχι η συμπεριφορά, διατηρήθηκε μέχρι τις ημέρες μας ακόμη και σε τακτικούς στρατούς: το 1944 το μήνυμα του Μοντγκόμερι στα στρατεύματα που ξεκινούσαν για να εισβάλουν στη Γαλλία τέλειωνε με τη φράση «Καλό κυνήγι!»

 

Όταν ο Υψηλάντης, ο Γκόρντον και οι άλλοι φιλέλληνες έφυγαν από την Τριπολιτσά ακριβώς την ώρα που άρχιζαν οι διαπραγματεύσεις, δεν μπορούσαν να έχουν προβλέψει ότι οι συνομιλίες θα τέλειωναν με μια καιροσκοπική αιφνιδιαστική επίθεση των Ελλήνων. Η πιο πιθανή έκβαση σ' αυτή τη φάση ήταν να συμφωνηθούν οι όροι της παράδοσης και μετά να αγνοηθούν και να ακολουθήσει σφαγή.
 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.