ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

 Χέγκελ η διαλεκτική της γνώσης (Roger Garaudy)

 

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ: Η ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

 

«Στη Φαινομενολογία του Πνεύματος μου, που, αφότου δημοσιεύτηκε, ονομάστηκε γι’ αυτό το λόγο, πρώτο μέρος του συστήματος της επιστήμης, ξεκίνησα απ’ την πρώτη και απλούστερη εμφάνιση του πνεύματος, την άμεση συνείδηση, για ν’ αναπτύξω τη διαλεκτική μέχρι την άποψη της φιλοσοφικής επιστήμης, της οποίας η αναγκαιότητα αποδείχνεται απ' αυτή τη συνοχή». (Εγκυκλοπαίδεια, Παρ. 25, R)

 

Αφού το απόλυτο πνεύμα είναι αδιαχώριστα ξεδίπλωμα του Όντος και ξεδίπλωμα της γνώσης του Όντος, το να οδηγήσουμε το άτομο στην απόλυτη γνώση, είναι πριν απ' όλα να του δώσουμε ν' αφομοιώσει όλη την πείρα του είδους, να εξυψώσουμε το ατομικό εγώ στο ανθρώπινο εγώ.

Η πιο πλήρης γνώση είναι πριν απ' όλα εκείνη που απόκτησε ολόκληρη η ανθρωπότητα κάνοντας πάντα πιο διαφανή για τη λογική της, στη διάρκεια της ιστορίας της, τη ζωή της φύσης και τη ζωή της κοινωνίας.

 

«Το άτομο (...) πρέπει επίσης να διατρέξει τους βαθμούς της κουλτούρας του οικουμενικού πνεύματος ανάλογα με το περιεχόμενο, αλλά σαν μορφές καταχωρημένες ήδη απ' το πνεύμα, σαν τα σκαλοπάτια ενός δρόμου ήδη χαραγμένου και ισοπεδωμένου (...) και στην παιδαγωγική αυτή πρόοδο αναγνωρίζουμε σαν σε προβολή την ιστορία της οικουμενικής κουλτούρας». (I, σελ. 26)

 

Σε κάθε στάδιο της διαλεκτικής ανάπτυξης της γνώσης — και εδώ έχουμε μιαν απ' τις βασικές αιτίες του περίπλοκου και δύσκολου χαρακτήρα της Φαινομενολογίας — έχουμε την εντύπωση πως υπάρχει μια παρέμβαση ανάμεσα σε τρεις γραμμές ανάπτυξης: τη γραμμή της αντικειμενικής δομής του κόσμου στις διαλεκτικές στιγμές του, τη γραμμή της οικουμενικής κουλτούρας στην ιστορική της γένεση και τη γραμμή της συνειδητοποίησης του ατόμου μέσα απ' τις διαδοχικές του εμπειρίες. Κάθε εμπειρία της ατομικής συνείδησης αναπαράγει μιαν Ιστορική εμπειρία της ανθρώπινης σκέψης και, αρκετά δικαιολογημένα, έγινε δυνατό να συγκροτηθεί ένας παραλληλισμός ανάμεσα στις στιγμές της ανάπτυξης της συνείδησης στη Φαινομενολογία με τα κεφάλαια της Ιστορίας της Φιλοσοφίας που αντιστοιχούν σ’ αυτή τη συνειδητοποίηση στην ιστορία της κουλτούρας. Με τον ίδιο τρόπο, μπορούμε να συγκροτήσουμε έναν ολοφάνερο παραλληλισμό ανάμεσα στις στιγμές της ανάπτυξης του Όντος στην Επιστήμη της Λογικής και τις στιγμές της ανάπτυξης της συνείδησης στη Φαινομενολογία.

Στη Φαινομενολογία, αυτός ο κύκλος διατρέχεται τρεις φορές σε τρία διαφορετικά επίπεδα, όπου η αρίθμηση των κεφαλαίων που προστέθηκαν απ' τους έκδοτες του Χέγκελ καλύπτει το γενικό σκελετό του έργου, αλλά που εύκολα μπορούμε να παρουσιάσουμε:

1ο Απ' το Κεφάλαιο I μέχρι καί τό Κεφάλαιο V: Το υποκειμενικό πνεύμα.

2ο Κεφάλαιο VI: Το αντικειμενικό πνεύμα.

3o Κεφάλαια VII καί VIII: Τό απόλυτο πνεύμα (Τέχνη, Θρησκεία, Φιλοσοφία)

 

 

ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ

 

Η αφετηρία της Φαινομενολογίας του Πνεύματος είναι ριζικά διαφορετική απ' αυτήν της Κριτικής του Καθαρού Λόγου. Ο Χέγκελ, απ' την Εισαγωγή κιόλας του έργου του, καταργεί το υπονοούμενο αίτημα του Κάντ που προϋπέθετε, απ' την αρχή, ο υποκειμενικός Ιδεαλισμός: αυτό το αίτημα συνίσταται στο να χαράξουμε

 

«ανάμεσα στη γνώση και το απόλυτο μια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή» (I, σελ. 65) ,

 

και να θεωρήσουμε τη γνώση σαν ένα «όργανο», ένα είδος διόπτρας ή πρίσματος μεσ' απ' το όποιο θα δεχόμασταν» περισσότερο ή λιγότερο επεξεργασμένα ή παραμορφωμένα, τα μηνύματα μιας πραγματικότητας τελείως εξωτερικής προς τη γνώση.

 

«Αυτές οι αναπαραστάσεις μιας γνώσης ξεχωριστής απ' το απόλυτο κι ενός απόλυτου ξεχωριστού απ' τη γνώση» (I, σελ. 67),

 

είναι τελείως παράνομες: αν είναι αλήθεια πως το καθαυτό απόλυτο δεν έχει σχέση με τη γνώση, εξυπακούεται πως δεν μπορούμε να πούμε τίποτε γι' αυτό, πρόκειται για ένα φάντασμα, μια παράσταση απόλυτα κενή. Αν είναι αλήθεια πως για να γνωρίσουμε μιαν οποιαδήποτε πραγματικότητα πρέπει πρώτα να ξέρουμε το όργανο της γνώσης, ποιο καινούριο όργανο γνώσης θα μας επιτρέψει να γνωρίσουμε αυτό το όργανο; Είναι μια επαναγωγή στο άπειρο ή ένας φαύλος κύκλος.

Μήπως πρέπει, λοιπόν, σαν τον Σέλλινγκ, να εγκατασταθούμε κατευθείαν στην επιστήμη; Θα ήταν σα ν’ απορρίπταμε αυθαίρετα, θεωρώντας χυδαία τέτοια πράγματα, όλη την κοινή γνώση κι όλη την προγενέστερη επιστήμη, που ωστόσο έχουν αποδείξει την αξία τους, και σα να βεβαιώναμε ανυποστήρικτα πως υπάρχει μια άλλη γνώση διαφορετικής μορφής.

Η αφετηρία του Χέγκελ, λοιπόν, δεν θα είναι ούτε υποκειμενική σαν αυτήν της καντιανής κριτικής, ούτε υπερβατική σαν αυτήν της διαίσθησης του Σέλλινγκ. Η πρωταρχική εμπειρία είναι η εμπειρία ενός υποκειμένου βυθισμένου στη φύση, Το «καθαυτό πράγμα» και η γνώση δεν είναι δύο κόσμοι ξεχωριστοί. Το άτομο αποτελεί μέρος αυτής της φύσης, όπως

 

«το παιδί στη μήτρα της μητέρας» (Εγκυκλοπαίδεια, Παρ. 450, R)

 

Στην άμεση ύπαρξή του, το ευαίσθητο άτομο βρίσκεται σ' επαφή με τη φύση, βυθισμένο μέσα της.

Έτσι ο Χέγκελ έβαζε τέλος σ’ όλους τους φιλοσοφικούς «ροβινσωνισμούς» του υποκειμενικού ιδεαλισμού και όλων του των παραλλαγών, παίρνοντας σαν αφετηρία μια ψευδαισθητική καθαρή συνείδηση, αυθαίρετα χωρισμένη απ' την πραγματικότητα, που άλλωστε είναι μια συνείδηση αυστηρά ατομική. Ο Χέγκελ έχει το προσόν ότι παραιτείται απ' αυτή τη διπλή αφαίρεση: η συνείδηση είναι πάντα βυθισμένη στην πραγματικότητα και είναι πάντα κοινωνική, κουβαλώντας μια «κουλτούρα» και μια ιστορία που ανήκουν στο βιολογικό είδος, στη δουλειά του και στα επιτεύγματα του.

Στο εσωτερικό της συνείδησης, όσο «ελαφριά» κι αν είναι, θ' αρχίσουν να διαφοροποιούνται το υποκείμενο απ' το αντικείμενο.

Ποιος θα είναι

 

«ο δρόμος της φυσιολογικής συνείδησης που υφίσταται μιαν ώθηση που την οδηγάει προς την αληθινή γνώση;» (I, σελ. 60).

 

Η πρωτόγονη αδυναμία διαχωρισμού της αντικειμενικής πραγματικότητας απ' τις υποκειμενικές ψευδαισθήσεις οδηγεί στην αποτυχία, και το ίδιο το ζώο μαθαίνει να ξεχωρίζει το πραγματικό απ' το μη πραγματικό. Αυτό που ή συνείδηση θεωρούσε αληθινό αποκαλύπτεται απατηλό. Αυτή η πρώτη αντίφαση βιωμένη μέσα στην αποτυχία συγκλονίζει τη σιγουριά των αισθήσεων. Με την πρώτη άρνηση, την πρώτη αμφιβολία, αρχίζει κι η πρώτη μεσολάβηση: το αληθινό παύει να είναι άμεσο. Η εσωτερική διαλεκτική της σιγουριάς των αισθήσεων αρχίζει μ' αυτό το ξεκόλλημα απ' το άμεσο με το όποιο η συνείδηση θ' αρχίσει να διακρίνει τη γνώση της από το αντικείμενο της γνώσης της. Στην αρχή όλα είναι ον, και να που τώρα εμφανίζεται μια διαφορά ανάμεσα στο πράγμα που είναι για τον εαυτό του και στο πράγμα που είναι για μένα.

Η διαλεκτική της συνείδησης άρχισε με μιαν άρνηση. Ο δρόμος της, λοιπόν,

 

«μπορεί να θεωρηθεί σαν δρόμος της αμφιβολίας, ή ακριβέστερα σαν δρόμος της απελπισίας» (I, σελ. 69).

 

Γιατί αν η ολοκληρωτική σύμπτωση με το Όν είναι η ευτυχία, αυτή η πρώτη ρήξη είναι η πρώτη «δυστυχία της συνείδησης», η πρώτη απελπισία.

Αλλ’ αυτή η αμφιβολία δεν είναι η συστηματική αμφισβήτηση του σκεπτικισμού που απομονώνει τη στιγμή της άρνησης και της αφαιρεί κάθε περιεχόμενο.

Ούτε είναι η μεθοδική αμφιβολία του Καρτέσιου, που είναι μια γενική αμφιβολία και, βάζοντας ολόκληρο το σύμπαν μέσα σε παρένθεση, μας περιορίζει, τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα, στην υποκειμενικότητα.

Είναι μια αμφιβολία που είναι άρνηση ενός προσδιορισμένου περιεχομένου.

Από άρνηση σε άρνηση, η συνείδηση προοδεύει έτσι από περιεχόμενο σε περιεχόμενο.

Εδώ, απ' την αρχή, φαίνεται λανθάνων ο τελικός σκοπός της εγελιανής διαλεκτικής, και ο ιδεαλιστικός της χαρακτήρας. Για να έχει ένα περιεχόμενο η άρνηση μιας πεπερασμένης πραγματικότητας, πρέπει να συλλάβουμε αρχικά την πεπερασμένη αυτή πραγματικότητα σαν άρνηση του άπειρου» ή του όλου, πράγμα που της δίνει το νόημα και τον πραγματικό της χαρακτήρα. Είναι το όλο που δημιουργεί την άρνηση, και όχι πως η άρνηση, είναι μια στιγμή της δημιουργίας του όλου. Έτσι πια, η άρνηση δεν είναι παρά μια αποκατάσταση του συνόλου. Αυτή η ιδεαλιστική αντίληψη της ολότητας που ενυπάρχει σε κάθε στιγμή: της ανάπτυξης χαρακτηρίζει την εγελιανή σκέψη. Η παρουσία της ολότητας αυτής δίνει ζωή στη συνείδηση» τη ζωογονεί με την ανησυχία ενός αδιάλειπτου ξεπεράσματος. Ο Χέγκελ δεν κρύβει αυτό τον ιδεαλισμό:

 

«Η συνείδηση είναι για τον εαυτό της η ίδια η έννοια, είναι δηλαδή άμεσα η πράξη του ξεπεράσματος του περιορισμένου, και, όταν αυτό το περιορισμένο της ανήκει, είναι η πράξη του ξεπεράσματος του εαυτού». (I, σελ. 71).

 

Δεν κρύβει ακόμα την ιδιοτέλεια της διαλεκτικής του:

 

«Για τη γνώση, ο σκοπός είναι τόσο αναγκαίος όσο και η σειρά της προόδου», (ibidem).

 

Από δω και μπρος, η μέθοδος της ανάπτυξης προσδιορίζεται από μια κίνηση παρακολούθησης του αντικειμένου περ' απ' τη γνώση και ταυτόχρονα από μια επιστροφή του υποκειμένου στον εαυτό του.

Ο «σκοπός» της γνώσης, δηλαδή ο κινητήρας της προόδου, είναι η αντιστοιχία της έννοιας προς το αντικείμενο και του αντικειμένου προς την έννοια.

Αυτή η κίνηση θα μας οδηγήσει, με μιαν αδιάσπαστη συνοχή, μέχρι την απόλυτη γνώση.

Αυτή η οδύσσεια της συνείδησης αρχίζει με τη σιγουριά των αισθήσεων.

 

«Στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, ακολούθησα την εξέλιξη της συνείδησης, την προοδευτική της πορεία, από την πρώτη άμεση αντίθεση ανάμεσα σ' αυτήν και το αντικείμενο, μέχρι την απόλυτη γνώση. Ο δρόμος που ακολούθησε περνάει απ' όλες τις μορφές των σχέσεων ανάμεσα στη συνείδηση και το αντικείμενο και καταλήγει στην έννοια της επιστήμης». (Λογική, I, 33)

 

Η απλή αισθητήρια συνείδηση είναι η άμεση βεβαιότητα της παρουσίας ενός εξωτερικού αντικειμένου: ένα αντικείμενο είναι κει, υπάρχει έξω από την συνείδηση και η συνείδηση δεν είναι τίποτε άλλο από την παθητική λήψη αυτού του αντικειμένου.

 

«Η συνείδηση πριν απ’ όλα είναι άμεση, και η σχέση της με το αντικείμενο, λοιπόν, είναι η απλή βεβαιότητα χωρίς μεσολαβητές». (Εγκυκλοπαίδεια, Παρ. 418) .

 

Αυτός ο απλοϊκός δυαδισμός, που ξαναμπήκε στην ημερήσια διάταξη απ' την αισθησιοκρατία, απ' τον Λοκ μέχρι τους γάλλους υλιστές του 18ου αιώνα, είναι αντιφατικός. Η αντίφαση που έχει μέσα του γεννιέται από τη δήλωση πως υπάρχουν άμεσα δεδομένα και πως η συνείδηση είναι παθητική.

Ο Χέγκελ θα παλαίψει, λοιπόν, μ’ αυτή τη φιλοσοφική προκατάληψη χωρίς να ξεφύγει απ' την ίδια την κοινή γνώση που θα καταγγείλει αυτή την αντίφαση επιτρέποντας έτσι το ξεπέρασμα της.

Το να πούμε πως η συνείδηση δεν διακρίνεται απ' το αντικείμενο της, πως αντανακλά ολόκληρο το σύμπαν και πως αυτό το σύμπαν της έχει δοθεί με άμεσο τρόπο, εξυπακούει μια αντίφαση: γιατί τότε δεν θα ήταν συνείδηση, αλλά ένα τμήμα του σύμπαντος. Η συνείδηση απαιτεί μιαν αντίθεση, γιατί αλλιώς δεν υπάρχει συνείδηση της φύσης αλλά μόνο φύση. Άρα η συνείδηση, ακόμα και στην ταπεινότερη μορφή της, υποδηλώνει σχίσμα, αναδιπλασιασμό της ενότητας: η γνώση του αντικειμένου δεν ισοδυναμεί με το αντικείμενο της γνώσης.

Η βεβαιότητα δεν μπορεί να είναι άμεση.

Πριν απ' όλα επειδή το ίδιο το δεδομένο είναι μια ψευδαίσθηση και εξυπακούει μιαν αντίφαση. Όταν κοιτάω ένα σημείο στο χώρο δηλώνοντας πως αυτό το αντικείμενο είναι, εξυπακούω πώς υπάρχει, ανεξάρτητα, απ' τη γνώση που έχω γι’ αυτό.

Αν, όμως, μετακινηθώ, δεν θα βλέπω αυτό το αντικείμενο, αλλά ένα άλλο. Ωστόσο, συνεχίζω να υποστηρίζω την ύπαρξη του πρώτου. Θεωρώ πως παραμένει εκεί ακόμα κι αν δεν το ξέρω-, αλλά η γνώση δεν είναι να ξέρω αν το αντικείμενο δεν υπάρχει. Έτσι, η απλούστερη βεβαιότητα ξεπερνάει κιόλας το αισθητήριο και το άμεσο: εξυπακούει πως διατηρούμε το αντικείμενο, ακόμα κι όταν δεν είναι πια εκεί, υλικά και άμεσα. Η βεβαιότητα δεν είναι πλέον άμεση αλλά έμμεση: το αντικείμενο μπαίνει κιόλας στην κατηγορία των οικουμενικών: την κατηγορία των πραγμάτων που είναι ακόμα κι όταν δε γίνονται άμεσα αντιληπτά:

 

«Το οικουμενικό, λοιπόν, είναι το αληθινό της βεβαιότητας των αισθήσεων». (II, 84)

 

Δεν μπορούμε καν να εκφράσουμε το αισθητικό ον που εξετάζουμε αφού είναι αυστηρά μοναδικό. Είναι ανέκφραστο. Όπως θα πει ο Φόιερμπαχ: «Για την αισθητήρια συνείδηση, όλες οι λέξεις είναι κύρια ονόματα». Η λέξη, που είναι πάντα οικουμενική, αντιτάσσεται στο πράγμα, που είναι πάντα μοναδικό.

Έτσι, αυτή η σιγουριά των αισθήσεων για το ον που εξετάζουμε και που νομίζαμε πως ήταν η πιο πλούσια και πιο συγκεκριμένη γνώση είναι στην πραγματικότητα η πιο φτωχή κι η πιο αφηρημένη: η μόνη αλήθεια που περιέχει είναι η διαβεβαίωση πως ένα πράγμα είναι. Τίποτ’ άλλο. Αυτή η διαβεβαίωση της γυμνής ύπαρξης είναι τελείως άδεια.

Αλλά φέρεται, διατυπώνεται, από μένα, απ’ το υποκείμενο» που υποστηρίζει την ύπαρξη κάποιου πράγματος που έπαψε να είναι άμεσα παρόν και αντιληπτό: Η εσωτερική διαλεκτική της συνείδησης μας οδηγεί σε μια πρώτη αναστροφή: αφού η βεβαιότητα δεν μπορεί να υπάρχει στο αντικείμενο, μπορεί να υπάρχει στο εγώ;

Αυτή ή διαλεκτική της συνείδησης αναπαράγει μιαν ιστορική διαλεκτική: την πρώτη στιγμή, τη στιγμή της επικύρωσης του Όντος σε αντίθεση με τα φαινόμενα, που είναι η στιγμή της φιλοσοφίας του Παρμενίδη που διακηρύσσει τον απατηλό χαρακτήρα της αισθητήριας γνώσης και την ανεξαρτησία του Όντος σε σχέση με κάθε γνώση.

  

 

Roger Garaudy, για να γνωρίσετε τη σκέψη του Χέγκελ, Άπειρον, 1979, σ. 61-68

 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.